Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Τοῦ κώλου, τὸ δίχως ἄλλο.

Ὁ χοντροῦλος κύριος μὲ τὶς παχιὲς μουστάκες καὶ τὸ στρογγυλὸ κόκκινο πρόσωπο, τίναξε –ὅσο ἔπρεπε– τὴν στάχτη τοῦ πούρου, κύτταξε τὴν ὥρα, ἔβαλε στὴν πλαϊνὴ τσέπη τὸ ῥολόι του, τίναξε τὰ πέτα τοῦ σακακιοῦ, ἤλεγξε τὰ κουμπιὰ τοῦ στενοῦ του γιλέκου, κύτταξε ξανὰ τὸ ῥολόι του, χτύπησε τὰ δάκτυλα νευρικὰ στὸ μεγάλο στέρφο τραπέζι κι ἀφοῦ εἶδε πὼς δὲν τοῦ’χε ἀπομείνει κάτι ἄλλο νὰ κάνῃ, ἔκανε νόημα σὲ ἕναν παρακειμένως.

«Εἰδοποίησαν πὼς θ’ἀργήσουν;»

Ὁ λακὲς δὲν ἄρθρωσε λέξη· τὰ χείλη μόνο ἔσφιξε σὲ χαμόγελο δυσκοιλιότητας λὲς κι ἔφταιγε αὐτὸς γιὰ τὴν καθυστέρηση. Μὲ ἕνα παράταιρο γιὰ τὸν ὄγκο του σάλτο, ὁ καλοντυμένος κύριος ξέφυγε τῆς πολυθρόνας, σηκώθηκε καὶ βγαίνοντας τοῦ ἄχανου δωματίου, εἶπε.

«Ὅταν ἔρθουν, βγάλ’τους καφέ καὶ φώναξέ με ἄμεσα» ἐντέλλευσε κι ἄλλαξε ἔτσι τὸ χαμόγελο τοῦ ὑφισταμένου του σὲ δὲν εἶναι τῆς παρούσης.

Ἐλάχιστα μετά, στὸ γραφεῖο του, σὲ ὁμοίως ἄνετη καὶ παρ’ὁλίγον κρεβάτι πολυθρόνα, περιμένοντας, ἀγνάντευε ἀπ’τὸ μεγάλο ἀφυψήλιο παράθυρο τὰ λοιπὰ κτήρια τῆς περιοχῆς. Ξέφυγε τῆς ἀφηρημάδας, στράφηκε στὸ γραφεῖο καὶ ἤλεγξε τὴν ἀλληλογραφία του. Ἕνας φάκελλος (ὁ πάνω του γραφικὸς χαρακτήρας δηλαδὴ) ἀνάμεσα σ’ἄλλους τράβηξε τὴν προσοχή του. Τὸν ἀνέσυρε, τὸν ἄνοιξε καὶ γιόμισε ὁ χῶρος μὲ

Jus Primae Noctis.

Καίτοι στὰ ὅρια τῆς ἐμμηνόπαυσης, οἱ συνεχεῖς ἐναλλαγὲς τῶν θυομένων συζύγων τῶν ὑφισταμένων του, τὸν διετηροῦσαν σὲ μιὰ καλὴ φόρμα καὶ αὐτὴ ἡ καλὴ φόρμα ἀφιερωνόταν καὶ διοχετευόταν στὶς θυόμενες συζύγους τῶν ὑφισταμένων του. Αὐτές, δὲν τὸν ἐρωτεύονταν φυσικά, οὔτε συνέθεταν γιὰ χάρη του τραγούδια τοῦ καημοῦ ἄμα τῇ ἀπουσίᾳ του ὅταν π.χ. κάποια σύζυγος νεοπροσληφθέντος ὑπέβαλλε τὰ διαπιστευτήριά της, ἀλλὰ διέθετε τὸ κατιτίς, εἶχε αὐτὸ τὸ κάτι, τὸ ἐκ τῆς ἰδιότητός του ἐκπορευόμενο ποὺ ἂς ποῦμε γοήτευε (εἰδικῶς τὶς πιότερο ἀνασφαλεῖς σύζυγες) καὶ χρύσωνε τὸ χάπι τῆς χωρὶς συναίνεση νομῆς. Ἕνας φάκελλος, ὁ πάνω του γραφικὸς χαρακτήρας κρατοῦσε ἐκεῖ τὴν προσοχή του. Συνέλαβε τὸν ἑαυτό του νὰ παλεύῃ μὲ ἕνα ἄλγος θυμησιᾶς κι ἔψαξε φάρμακο. Ἄνοιξε ἕνα συρτάρι, ἔβγαλε ἕνα μπουκάλι μὲ κονιὰκ καὶ γέμισε ἕνα ποτήρι.
.
.
.

Μόλις καὶ ἐντελῶς εἶχε ἐκπληρωθῇ τὸ δέον. Τὸ μαράζι τῆς διείσδυσης εἶχε τακτοποιηθῇ μὲ μιὰ κρεβατικὴ πάλη καιρὸ ἀγόμενη καὶ φερόμενη, καθόλου μηχανικὰ ὡστόσο. Κυττούσαμε κι οἱ δύο στὸ κενὸ στὸ τέλος τοῦ δωματίου, κρύβοντας μιὰν ἀδικαιολόγητη ἀμηχανία, προσπαθοῦντες νὰ καταλαγιάσουμε τὶς καλπάζουσες ἀναπνοές. Ἡ Μιμίκα ἄναψε τὸ φῶς, ἀναζήτησε κάτι στὸ κομοδίνο, τὸ βρῆκε καὶ γύρισε σὲ μένα. Μοῦ πρόσφερε ἀντὶ τσιγάρου, τσίχλες καὶ τσιρότα νικοτίνης. Κόλλησα ἕνα στὸ μπράτσο μου, πάνω σὲ μιὰ πιπιλιᾶς της νεότευκτη μελανιά. Παρόλη τὴν ἀσήκωτη σκιὰ τοῦ νεκροῦ σπέρματος, μπόρεσα καὶ τὸ εἶπα. Γύρισα στὰ πλάγια, πάντα πρὸς αὐτήν, ἀνέλαβα ἐμβρυϊκὴ στάση, κόλλησα πάνω της καὶ ἔστειλα τὴν παλάμη μου στὸ μάγουλό της ὅπως θὰ χάιδευα κάποιο μικρὸ παιδί, κενός, παραιτημένος καὶ μακρυὰ ἀπὸ κάθε σκέψη καὶ ἐπιδίωξη ὑστερόβουλου μυαλοῦ καὶ βρώμικου σώματος. Ἄστραψε τὸ βλέμμα της πάνω στὸ δικό μου καθὼς τῆς ἔλεγα πώς:

βρικα στα ματια συ αφτο πυ εψαχνα κε ιμε ετιμος να προχορισο τιν ζοι μυ μαζι συ
~~~~~~~~~~
Εἶχε γεμίσει κι ἀδειάσει ἀρκετὲς φορὲς τὸ ποτήρι του μὰ τὸ πύον παρέμενε σὲ μιὰν τώρα δὰ ἀναμοχλευθεῖσα οὐλὴ στὸ μυαλό του. Παραξενευόταν μὲ αὐτὴν τὴν δερματόστικτη ἐμμονὴ καὶ θέλησε νὰ κινήσῃ πρὸς τὰ πίσω. Ἐνθυμούμενος τὰ τότε, θυμήθηκε τὴν ἀρχή, θυμήθηκε καὶ τὸ τέλος. Μὲ ξεκάθαρα τὰ δύο ἀκρότατα σημεῖα, ἄκουσε τὸν ἑαυτό του μεγαλόφωνα, νὰ τοῦ τὸ ὑπενθυμίζῃ ἐξόχως γιατρευτικά:

Ἀπὸ πίπα σὲ πίπα. Ἢ μήπως, σχέση τοῦ κώλου;

Διότι ἡ ἐργοδοσία, ἂν μὴ τί ἄλλο, γνωρίζει τὴν ψυχοσύνθεση τοῦ εἴλωτα, τοῦ παρία καὶ μὲ ποῖον τρόπο θὰ ἀγαπήσῃ ὁ σκλάβος τὴν γαλέρα. Κινήθηκες μέσα σὲ καλοσχεδιασμένα πλάνα ὥστε ἡ ἐργασιακὴ ῥουτίνα νὰ μὴν σὲ ἀγγίξῃ ἢ ἔστω ἐὰν σὲ ἄγγιζε νὰ τὴν θεωροῦσες παράπλευρο τίμημα. Κατὰ τὰ λοιπὰ κάθε γουργουριστὸ κι εὐχάριστο συναίσθημα μεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο πιπῶν, στὴν διάρκεια τῆς τοῦ κώλου σχέσης, ἦταν τὸ ἀποκύημα, ἡ ἐπήρεια ἑνὸς πλασῆμπο ἀψεγάδιαστα κι ἄριστα παρασκευασθέντος ἀπὸ τὸν capitán. 
 
 
 
 
 

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

γκάρισμα μαούνας mode - ἢ τῆς δραχμῆς ὅταν καν____

Ἀόρατα τὰ χέρια σου καὶ περνᾷς καὶ περνώντας ἀνθίζεις - ὁλόλευκο ἀνθάκι γιασεμιοῦ, ποὺ τὸ <γκάρισμα μαούνας>σεραφείμ σ' έφεραν στη γη το φεγγάρι αρμενίζει στων ματιών σου την πηγή. 1 */γκάρισμα μαούνας* γυρνάω ἀπὸ τὴν ἀνάποδη τὸ μίσχο νὰ ῥουφήξω μέλι, ὅπως <γκάρισμα μαούνας>Ξενύχτησα στήν πόρτα σου πόσο μαρέσει !  2 */γκάρισμα μαούνας* μοῦ μάθαιναν παλιὰ οἱ φίλοι μου στὴν γειτονιὰ <γκάρισμα μαούνας>Τη φλόγα σου δως μου και γίνε μου φως φωτιά μου εσύ κι αέρας 3 */γκάρισμα μαούνας* παίζοντας μῆλα καὶ "ἀγαλματάκια ἀκούνητα, ἀμίλητα <γκάρισμα μαούνας>Σαν την αγάπη την κρυφή 4 */γκάρισμα μαούνας* καὶ ἀγέλαστα. Μέρα ἢ νύχτα;" Ὀνειρεύομαι τὴν μέρα σου, πῶς ξυπνᾷς καὶ ἄραγε ποῦ καὶ λέω, ἂν ἡ νύχτα σου μὲ περιεῖχε, θὰ μὲ εὕρισκε ὁ ἥλιος ξάγρυπνο, Έχω να σε δω δυο φεγγάρια, δυο φεγγάρια να σε δω έχω να χαρώ τόσα βράδια, τόσα βράδια έχω να χαρώ Μάτια μου γλυκά μου μάτια μ 'έχεις κάνει δυο κομμάτια δεν αντέχει άλλο η καρδιά5 να ΄σαι μακριά... Μάτια μου γλυκά μου μάτια σου ΄χω βρει τα μονοπάτια να σε φέρουν πλάι  μου 6 ξανά... Πως να σ 'αρν...  7 γιατί δὲν θὰ μποροῦσα νὰ σὲ βλέπω νὰ μαζεύῃς Τα λόγια μου είναι μια γλυκιά προσευχή κουρνιάζουν έξω από το κλεισμένο σου παράθυρο 8 τὰ μαλλιά σου τὸ πρωὶ - καὶ ἀλήθεια ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ σοῦ λέῃ Ανατολή και Δύση τον κόσμο έχω γυρίσει, φως μου στην αγκαλιά σου μόνο δεν γνώρισα τον πόνο, φως μου Κλείσε την πόρτα με κλειδί κι άσ την καρδιά σου ανοιχτή μέσα σου πάλι να χαθώ να φωτιστώ να σταυρωθώ Ανατολή και Δύση τη... 9 μιὰ ἤσυχη καλημέρα τὸ πρωὶ καὶ νὰ παρακολουθῇ τὰ μάτια σου νὰ ἀνοίγουν, αὐτὰ τὰ μάτια ποὺ ἂν δὲν μάτια, θὰ ἦταν δυὸ στα δυο σου χέρια ψάχνω το φως. Τα λόγια γίνονται σκουριά κι η λέξη που θυμάμαι είναι που χτες με κράτησες σφιχτά κι είπες... 10 παγίδες κυνηγοῦ, νὰ πέφτουν μέσα τὰ πουλιὰ καὶ ἡ Εδώ σε θέλω στα δύσκολα 11καρδιά μου... Ἄχ, μικρό μου, ἂν σταματοῦσε ὁ Αχ τα μάτια σου 12χρόνος αὐτὴν ἐδῶ τὴν στιγμή, θά'μενε Κι ο πιο παλιός μου αμανές απ το βαθύ σου ύπνο θα ρθει να σε πάρει 13μόνο μιὰ κόκκινη τελεία στὴν μέση τῆς πόλης καὶ θἄταν Σαράντα μέρες, σαράντα κύματα μα δε με νοιάζει κι αν αργώ τώρα που ξέρω πως με περίμενες, τώρα που ξέρω πως θα σε δω. Απ' τη χαρά μου που θα σ' έβλεπα πάτησα πάνω στο νερό. Πάνω στη θάλασσα περπάτησα απ' τη χαρά μου που θα σε δω. Μετρώ τις μέρες, μετρώ τις ώρες, μετρώ τα βήματα. Μετρώ τις μέρες, μετρώ τις ώρε... 14 ἡ καρδιά μου κι εἶναι τὸ ἴδιο σὰν νὰ λὲς πώς, ἂν τώρα μέσα σὲ τόση βροχὴ περπατοῦσε κάποιος δίχως ὀμπρέλλα καὶ ἀδιάβροχο, θἄμουν ἐγώ, ἀνασαίνοντας Παραδέχτηκα και ζωή και θάνατο σ' ονειρεύτηκα σαν λουλούδι αθάνατο ...Κι άλλο δε φοβάμαι πια. 15 στὸ ἔμπα ἑνὸς καιροῦ βροχεροῦ καὶ ἀλλόκοτου, ποὺ λὲς θὰ κρατήσῃ γιὰ πάντα ἡ πρώτη φορὰ ποὺ σὲ εἶδα - ἂν Μονοπάτι μου, δυο τσιγάρα νότια για κρεβάτι μου. . .  16 μποροῦσες στ'ἀλήθεια νὰ κρατήσῃς κάτι δίχως νὰ σπάσῃ καὶ σπάζοντας ταυτόχρονα σὲ κομμάτια, θὰ ἦταν ἡ καρδιά μου Ο ήλιος εβασίλεψε η μέρα σκοτεινιάζει και το δικό σου πρόσωπο σαν το φεγγάρι μοιάζει...   17 φυλλομετρώντας τὰ μάτια σου σελίδα σελίδα ὣς τὸ τέλος τοῦ κόσμου, διαβάζοντας τὰ μάτια Τριανταφυλλάκι ζηλευτό που κρύβεις το αγκάθι αχ όποιος δεν σε μύρισε έχει πολλά να μάθει για σένα λέω.. 18 σου, κυττάζοντας τό πρόσωπό σου μὲ ἕνα πράγμα σὰν ἀναφιλητὸ νὰ τριγυρίζῃ στὸ χῶρο καὶ μέσα μου, καὶ λέω, πὼς ἂν κάτι μποροῦσα σήμερα νὰ κάνω, νὰ μετράω ὥσπου νὰ ξημερώσῃ τὰ Θα είμαι εδώ θα είμαι εδώ όποτε θες θα σου γιατρεύω τις πληγές θα είμαι εδώ. Πες μου για την ομορφιά που στα μάτια σου περνά για να μπορέσω να ζήσω..  19φυλλαράκια τοῦ δέντρου ποὺ περνᾷς Μίλα μου σαν την βροχή απ' το βράδυ ως το πρωί σαν μου μιλάς ανασαίνω.. Απόψε θά 'θελα να βγω στου κόσμου το μπαλκόνι να σου φωνάξω  20ἀπὸ κάτω καὶ ὅλες τὶς φορὲς ποὺ διασχίζεις τὸν δρόμο, προσπαθώντας Η γη ανθίζει εκεί που θέλει._  21τοὐλάχιστον νὰ φανταστῶ ποῦ νὰ πάτησες ἢ τί νὰ σκεφτόσουν πατώντας στὴν μία ἢ στὴν ἄλλη πλάκα τοῦ Πες μας, πού πας; - Μέσα στη φωτιά! 22 πεζοδρομίου, ποὺ ἔχει σίγουρα μεγάλη σημασία, γιατὶ ...Ξενιτειά μου, έρωτά μου, φως κι αυγή,πριν ραγίσει απ'το Σεβντά μου όλη η γη.. 23περνᾷς, καὶ πάλι λέω, πὼς ὅ,τι ἀνοησία ἔχω κάνει μέχρι σήμερα, τὸ ξέρω πὼς θὰ ξεγραφτῇ, γιατί σὲ ἐρωτεύτηκα καὶ γέμισε ἀπὸ σένα τὸ Έψαχνα χρόνια να σε βρω τώρα μαζί σου στο βυθό τα χω χαμένα, από το φως σου θα πιαστώ να αγγίξω λίγο ουρανό μέσα από σένα.. 24δέρμα μου σὰν μετάγγιση ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ἄστρων μέσα στὴν πιὸ νεαρὴ φλέβα ποὺ ἔχω, ὑπάρχεις καὶ εἶναι ὡραῖο νὰ τὸ ξέρω, νὰ τὸ ἀκούω καὶ νὰ τὸ βλέπω ἀπὸ μακρυά, νὰ τὸ ..ανασαίνει η πόλη τη μορφή σου γυρνάει μεσ' στο μυαλό μου η θύμησή σου....  25 ἀνασαίνω στὸν δρόμο τὴν ὥρα Μιλώ για σένα 26ποὺ ἔρχεται ἡ ἄνοιξη βρεγμένη σὰν κοριτσάκι ποὺ ἄργησε στὰ Μάτια μου όμορφα 27 ἀγγλικά, τὸ ξέρω καὶ πάνω ἀπ'ὅλα τὸ λέω ὅτι περνώντας τὸν δρόμο ποὺ κρέμομαι απ' τα χείλη σου κι είμαι στο έλεός σου 28βγάζει ἔξω ἀπὸ σένα -ἔρχομαι- σὰν νὰ μέ φέρνῃ μιὰ Θέλω να ρθω μα φοβάμαι 29ἀόρατη τσουλήθρα μπροστά σου μὲ ἕναν φόβο καὶ μιὰ τεράστια ἀγωνία, πῶς νὰ φαίνεται ἄραγε απόψε η σκέψη μου δε βρίσκει άκρη, απόψε λύγισε η αντοχή.. 30 στοὺς ἄλλους ἕνας ἐρωτευμένος, πῶς νὰ Είσαι αγάπη, είσαι στίγμα στην ψυχή...Με μισή αγάπη ποιος μπορεί να ζει; Εισ' ένα όνειρο, στις ταραγμένες σου ματιές ξεχνιέμαι, στα θαύματα στους πόθους σου ξενύχτης τριγυρνώ31μοιάζῃ κάποιος ποὺ βλέπει μόνο τὸ περίγραμμά σου, ὅπως σχηματίζεται ἀπὸ Δεν θέλω να γλιτώσω από τα όμορφα 32κάθε σκιὰ ἀλλοῦ , πῶς νὰ δείχνῃ κάποιος ποὺ νὰ και τούτη η μέρα ας μας βρει μ' αυτούς που αγαπούμε.. 33ἀκούῃ καλὰ τὸ "ῥὸ" ὅπως τὸ προφέρεις, ἀγγίζοντας τὰ σύμφωνα καὶ τὰ στρογγυλὰ φωνήεντα τῶν οταν νιωθεις μονος, να ξερεις πως η σκεψη μου θα σε συντροφευει...  33χειλιῶν σου; Γιατὶ ἐσύ, εἶσαι ταξιδέψαμ' αργά, σε κρεβάτια ζεστά μα θαρρώ πως ξυπνήσαμ' αργά. 34 ἕνα σχῆμα πρωινοῦ φωτός, ποὺ κάνει ..γι' αυτά που ήρθανε τόσο αργά μα τα πήρε η καρδιά με τα χέρια ανοιγμένα.  35λίγο νὰ βγῇ στὴν πίσω αὐλὴ τῆς ζωῆς μου σπρώχνοντας κι αν είναι αργά δεν είναι αργά για θαύματα... 36πρὸς τὴν φωταγωγημένη ἔξοδο, στὴν ἀλήθεια, στὸν ἔρωτα, ὅπως Τι να τον κάνω αυτό το δρόμο μπρος μου χωρίς εσένα για να γυρνώ  37 τὸν φαντάστηκα μὲ τὸ σχῆμα σου, τοῦ φωτὸς καὶ τοῦ προσώπου σου, ποὺ πρέπει Να κρυφτώ μες στη σκιά σου για ν'αγγίξω την καρδιά σου..   38νὰ εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ Καλέ μου είσαι ο ήλιος που ονειρεύομαι και τ' αστέρι που πορεύομαι 39φαντάστηκα, ἡ ἔξοδος πρὸς Θα προχωράμε μαζύ 40τὸ μεγάλο φῶς στὴν χώρα ποὺ Μη με αφήσεις εδώ πέρα να στοιχειώσω, από τα όμορφα δε θέλω να γλιτώσω. 41τὰ παιδιὰ μποροῦν νὰ πετοῦν καὶ ποὺ ὅλα ζοῦν γιὰ πάντα... Δὲν θὰ μποροῦσε θα`ναι καλύτερα λοιπόν στο σήμερα να ζήσεις42 νὰ γίνῃ τίποτε ἄλλο καὶ οὔτε αυτὸ θὰ πως πάνω απ' όλα μονάχα μετράει να μου χαμογελάς καθώς περνάει το χθες... 43 γίνῃ ἀπ'αὐτὸ ποὺ συμβαίνει ὅλον τὸν καιρό, κυττάζωντας γιὰ σένα μὲ ἕνα βαθὺ ..Πού ' ναι τα μάτια σου να δουν αυτό το δειλινό, πού 'ναι τα χέρια σου ν' αγγίξουνε τον ουρανό....44"ἂχ" ἂν θὰ μὲ δῇς ποὺ σὲ βλέπω, ἄχ, μικρό μου, ἄν ζούσαμε πολλὲς φορὲς καὶ ὄχι Δεν βγαίνει ο ήλιος πρωί, χωρίς τη συννεφιά σου δεν βρίσκει λόγο η καρδιά για να χτυπάει μακριά σου.. 45 μία, θά'βρισκα ὁπωσδήποτε ἕναν τρόπο νὰ τὸ πῶ, προτοῦ νὰ μὲ σκεπάσῃ - ἀλλὰ κι ἂν Γέλα ψυχή μου και κοίτα ψηλά σαν έρθει η ώρα θα έρθει απλά γέλα κυλάει ο καιρός.. Άλλη μια μέρα όπου να ναι θα περάσει και στη ζωστήρα τελευταία χαρακιά, άλλη μια μέρα μακριά σου καλέ, ... άλλη μια μέρα και γεια σου καημέ 46ἀκόμα μὲ σκεπάσῃ, ποιός θὰ φταίῃ ἄραγε ποὺ ἐρωτευόμαστε Να σου λερώνω το φιλί 47μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, ποιὀς νὰ κατασκευάζῃ τόσο μεγάλους φόβους, τόσο Ήθελα να 'μαι η αφή στην άκρη των δακτύλων σου ό,τι αγγίζεις να 'χει κάτι κι από μένα48φοβισμένους ἔρωτες καὶ τόσο σιωπηλοὺς χειμῶνες - θὰ τὸ βρῶ ἢ δὲν θὰ να 'μαι η πρώτη ρουφηξιά απ' το τσιγάρο σου κι η τελευταία η γουλιά απ' το ποτό σου.. 49 τὸ βρῶ; Περνώντας ὁ καιρὸς θὰ μὲ φέρῃ ἢ δὲν θὰ μὲ φέρῃ κοντά σου; Σὲ δέκα ἢ σὲ χίλια χρόνια λέω πὼς ἤδη μὲ ἔχει φέρει καὶ ὅλα τὰ ἄλλα δὲν ἔχουν καμία σημασία, ἐσὺ ἐκεῖ Έλα πάρε με μες στο βυθό σου να βρεθώ ν'αγαπηθώ να λυτρωθώ 50κάτω καὶ ἐγὼ πάνω οὔτε ποὺ μὲ νοιάζει καὶ στ'ὁρκίζομαι, Η νύχτα θέλει έρωτα 51ὅλα γίνονται σοφὰ κι ὑπάρχουν μέσα στὸ πιὸ σοφὸ σενάριο τοῦ κόσμου σὰν μωρὰ ποὺ θά'ρθουν ὅπου νἆναι στὸν κόσμο...



1 ( *ῥίμα* :  ῥάπισέ μου ἐπιτέλους τὴν ἀχόρταγή ‘μ’ πυγή!)
2 [καὶ πόσο διεγερτικὸ νὰ περιμένω μιὰ βράδυνη (sic) δραπετεσιά σου ἵνα παρακειμένως φίκων καὶ τζιρανιῶν νὰ σὲ καταπιῶ...]
3 εὐφημισμένος τρόπος ζητιανιᾶς πέους.
4 (τέως κρυφή... Εἶχε, πάντως, τὴν γλύκα του κι ἐκεῖνο)
5 (καρδιὰ ἢ νινάκι;)
6 (ἢ καὶ πίσω μου ἂν τὸ προτιμᾷς μοναδικάκι μου!)
7 (γκρακλίθκτριφλπ! Κάτσο! Διψήψιο ῥιχτεροσυσπασοτρέμουλο κατέκλυσε τὸ μαουνάκι μου! Φφφφφ!)
8 (Ἔι! Τὰ πουλιὰ κουρνιάζουν, ὄχι τὰ λόγια. Τὰ λόγια συνήθως, ἀράζουν στὸ στόμα. Ἀλλὰ χμμμ, καὶ τὰ πουλιὰ -ἐνίοτε- ἐκεῖ... Σλοῦρπ!)
9 (μέσα σου νὰ χαθῶ, μέσα μου νὰ χωθῇς κι ἔλα νὰ δῇς, ἔλα νὰ δῇς!)
10…κουνήσου κι ἐσὺ μωρὴ σκαρμούτσα!
11 (ἄνευ διολισθητικῶν ὑδρογονανθρακικῶν παρασκευασμάτων)
12 (ἄντε καὶ γαμήσου ῥὲ)
13 (πρὶν κι ἐγὼ σὲ πάρῃς, πρὶν ἐσὺ μὲ πάρω)
14 (τί χρόνος ἐχάθη... Κλίψ!)

15 (ἔλεος!)

16 (king size – στὸ χείλιο αὐλάκι)

17 ( *ῥίμα* :  κι ὁ στόμας μου τὸν ποῦτσο σου θέλει νὰ τὸν σκεπάζῃ)

18 (πρὸς τοῦτο καὶ οἱ πολύμηνοι δοκιμασίας κι ἐλέγχου, τί μὲ λὲς τώρα, ἐρασιτέχναι; Λιθαράκι λιθαράκι ἡ βλάχειος δουλοπρέπεια!)

19 (*ῥίμα* :   καὶ -γιατί νὰ τὸ κρύψωμεν; - ἀβάδιστα νὰ χύσω)
20 (οὐ οὐ! Ἔλα! Ἔλα! Ἔλα νὰ κάνουμε μπανάνννννα!)
21 (*ῥίμα* :   θὰ σὲ χορέψω ἄμα θές, μαγκιῶρο τσιφτετέλι)
22 (Τὸ νόμιζα δικό μου, φίλθισε πιά...)
23 (ἄαααργκ! Οὔι οὔι μάνα’μ’!  Πλημμύρισα, λέρωσα - ποιὸν καναπέ; - τ σύμπαν!) 
24 (χρόνια ἀναζήτησης, μοναδικὰ χρόνια)
25 (να μην σου προτάξω τον πωπό μου αφελέστατα και με δείρεις!)
26 (μοναδικῶς μοναδικός!)
27 (καὶ μοναδικά!)
28 (ὅοοοο,τι ὅ,τι ὅ,τι ὅ,τι θέλω;)
29 (size does scares)
30 (ἕτερόν τι ὅμως στέκει ἀλύγιστο!)
31 (*ῥίμα* :   καὶ ψάχνω διαθέσιμη ὁπὴ νὰ σοῦ γαμῶ)
32 (καὶ τὰ ξυνά.)
33 ἀφοῦ ἐν τῷ μεταξύ, εὑρέθησαν ἐρώμενοι καὶ ἐραστές.
33 (σὲ χαρτόνινο ἀεροπλάνων σακουλάκι)
34 (τί πόσος χρόνος ἐχάθη... Κλίψ! Σνίφ!)
35 (καὶ τὰ ἄλλα ἄκρα ἐπίσης ἀνοικτά...)
36  χάνεται ὅμως ἡ γραμμικότης τοῦ χρόνου μαζύ σου… Breaeaeaeaeaeaeaeaeaeathless!

37 (γυρνῶ μόνο ὅταν εἶναι νὰ ἀλλάξω στάση...)

38  (*ῥίμα* :  καὶ στοῦ Βύρωνα τὰ βράχη μπεγλερίζω τὰ κάκαλά σου)

39 ( *ῥίμα* : καὶ ἡ πνευματικὴ τροφὴ ποὺ ῥεύομαι)

40 (ἤτοι: θὰ πηγαίνουμε γαμιώντας. Ἢ θὰ βροῦμε τὸν δρόμο ἢ θὰ τὸν δημιουργήσουμε!)
41 [οὐάου! Ἐκιούνη (sic) ἡ Κυριακὴ! Ἐκείνη! Οὐάουυυυυυυυ!! Ουάου! Ρε συ! Ρε συ!!!!]
42 (*ῥίμα* :  κι ὡς ἔλεφας στὰ χείλη μου νὰ ξεροπετροχύσῃς!)
43 (*ῥίμα* :  πλύνω σε μὲ τὴν γλώσσα ἀφοῦ δὲ μᾶς χωρᾶει ὁ μπιντές)
44 (ποῦ κυττᾷς, ποῦ πιάνεις βρέεεεε! Ὄχι ἐκεῖ!)
45 (*ῥίμα* : κι οὔτε στεγνά, ἀσάλιωτα νὰ μείνουν τ’ ἀχαμνά σου)
46 (*ῥίμα* :   κι ἔλα ἀχόρταγα νά μοῦ γλύψῃς τὰ μεμέ)
47 (*ῥίμα* :   κι ἐσὺ τοὺς γλουτοὶ)
48 (ἀχαχαχαχαχάααααα!)
49 (ἄχ, αὐτὲς οἱ καταπιόλες!)
50 (ἔ ῥὲ λύτρωμα ἐκεῖ στὰ πέριξ τοῦ σκελοτρέμουλου!)
51 (πανταχόθεν - δυοὶν)




Δῇτε περισσότερα
Δῇτε περισσότερα
Δῇτε περισσότερα
Δῇτε περισσότερα
Δῇτε περισσότερα
Δῇτε περισσότερα
Δῇτε περισσότερα
Δῇτε περισσότερα
Δῇτε περισσότερα
Δῇτε περισσότερα
Δῇτε περισσότερα



***ἀντιγραφὴ ὅλα***



http://www.youtube.com/watch?v=irZlMWNabC4&feature=player_embedded




 

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

*Δὲν* θέλω!

Δὲν τὸ ἤξερα φυσικά, ἀλλὰ ἤμαστε πρὸς τὸ τέλος. Πρωὶ Κυριακῆς, Ἰούνιος μᾶλλον, μπορεῖ καὶ Μάιος, εἶχα ἀναλάβει τὸν δέοντα γιὰ θάλασσα ἐξοπλισμὸ καὶ περπατούσαμε ψάχνοντας παραλία, γιὰ νὰ βροῦμε κάποιο μέρος τῶν δικῶν της προδιαγραφῶν ἐφάμιλλο, τῇ κείνης ῥήμασι (σίκ) πειθόμενος.


Ἐντοπίσαμε λοιπὸν ἕνα μέρος ἢ μᾶλλον ὄχι, ἐκεῖνο μᾶς ἐντόπισε. Στὸ μέσον τῆς πορείας μας, πρὶν ἀπὸ τὸν κάποιο προορισμό, ἕνα πλασματάκι, οἱ θόρυβοί του μᾶς σταμάτησαν. Ἦταν ἕνας κλαυθμυρισμὸς γάτας, μικρῆς γάτας· ἕνα γατάκι ἔκλαιγε, παραπονιόταν μὲ αὐτὸν τὸν χαρακτηριστικὰ ἀσταμάτητο ῥυθμό. Σταθήκαμε λίγο καὶ ἀρχίσαμε νὰ ἀναζητοῦμε τὸν δράστη. Κάποια βάτα στὴν ἄκρη τῆς ἂς ποῦμε παραλίας, βάτα σὲ μέρος ἀνηφορικὸ ἔκρυβαν τὸν καπετὰν Φασαρία· δὲν φαινόταν πουθενά. Μὴ βρίσκοντάς τον, σταματήσαμε νὰ ψάχνουμε ἀλλὰ ἐλάχιστα μετὰ (μᾶλλον κάτι θὰ κατάλαβε κι ἐκεῖνος) τὸν εἴδαμε νὰ κατηφορίζῃ φοβισμένα καὶ βιαστικά, παράταιρα βιαστικὰ γιὰ τὸν φόβο του μάλιστα· προφανῶς ἡ πείνα καὶ ἴσως ἡ μοναξιὰ τὸν εἶχε ἀλλοπροσαλίσει. Ἦταν ἕνα κατάμαυρο γατάκι, ἀδύνατο, καχεκτικὸ καὶ βρώμικο μὲ συνεχεῖς νιαούρινες ἐπικλήσεις στὰ γεμάτα στομάχια μας – ἄλλωστε τὸν ἐνθάρρυνε ἡ προσέγγιση τῆς παρέας μου μὲ ὅμοια νιαουρίσματα. Εἶχε κάποιες μπὲζ πιτσιλιὲς στὸ πρόσωπο οἱ ὁποῖες τὸ ἔκαναν ἀκόμη πιὸ ἄσχημο· πεινοῦσε ὅμως καὶ μᾶς προγκάριζε τόσο ἀπαιτητικά – μπορεῖς νὰ ἀγνοήσῃς τέτοιας ψυχῆς ἐπικλήσεις;

Ἔτσι, ἁπλώσαμε ἐκεῖ τὰ πράγματά μας γιὰ τὸ μπάνιο. Δὲν βουτήξαμε ποτέ. Ἀσχολούμαστε κυρίως μὲ τὸ γατί, προσπαθήσαμε νὰ τὸ ταΐσουμε μὲ ἕνα κακιᾶς ὥρας κουλούρι, λίγο νερό, ὅ,τι μᾶς βρισκόταν… Δὲν τ’ἀντιμετώπισε μὲ ἐνθουσιασμό, παρότι ἦταν ἄφαγο. Φαντάζομαι πὼς θὰ ἤλπιζε καὶ προσέβλεπε σὲ περαιτέρω ἀπλοχεριά μας.

Μὰ ποῦ ἦταν ἡ μαμά του;

Τόσο μικρὰ δὲν ἀπομακρύνονται πολὺ κι ἂν τὸ κάνουν, σύντομα ἡ τροφός τους ἔρχεται καὶ τὰ μαζεύει. Ἤμαστε ὥρα ὅμως ἐκεῖ καὶ κανεὶς δὲν εἶχε φανεῖ…

Θὰ τὸ πάρω! Θὰ τὸ πάρω ὅταν φύγουμε, θὰ τὸ ταΐσω καὶ μετὰ θὰ τὸ στείλω μαζὺ μὲ τὰ ἄλλα γατιὰ στὸ ἐξοχικό. Ἔτσι ἀποφάσισε κι ἔτσι ἔγινε. Ἐπισπεύσαμε μάλιστα τὸ μπάνιο –ὅπερ ποτὲ δὲν ἐγένετο– καὶ φεύγοντας φυλάξαμε στὸν κόρφο μας τὸν ἱκέτη.

Γυρνώντας σπίτι, τὸ περιορίσαμε μὲ τὸ φόβο τῆς φυγῆς σὲ ἕνα μπαλκονάκι, τοῦ βάλαμε νερό, λίγο τυρὶ καὶ γάλα. Τὸ κλάμμα δὲν σταματοῦσε ἀλλὰ μειώθηκε ὥσπου δὲν μᾶς ἐνοχλοῦσε καθόλου. Τὸ κυττούσαμε προφυλαγμένοι πυκνοῦ κοσκινακίου καὶ ζηλεύσαντες τὸ γεῦμα του, πήγαμε γιὰ τὸ ἡμέτερο. Φάγαμε κι ἐμεῖς, καθόμασταν γύρω ἀπὸ τὴν θράκα, τσιμπώντας ὅ,τι ἐτοιμαζόταν, ἤρθαμε κοντά, μετὰ ἀπὸ καιρὸ ἀρκετὰ κοντὰ τόσο κοντὰ ποὺ ἡ παρέα μου ἀγχώθηκε μήπως μοῦ μπαῖναν τίποτε ἰδέες καὶ ἴσως ἔτσι ἀθετοῦσε μιὰ κάποια σάρκινη ὑπόσχεσή της στὸν ὁσονούπω. Φροντίσαμε γιὰ κάποιες τρυφερὲς ἵνες κρέατος καὶ ἀφοῦ ἀποφάγαμε, πήγαμε στὸ γατόνι καὶ τοῦ ἀνανεώσαμε τὸ γεῦμα μὲ πολλὲς πρωτεΐνες αὐτὴν τὴν φορά.

Ἦταν ἀπολαυστικὸ τὸ θέαμα, πολὺ γλυκό· ἕνα γατὶ ποὺ μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγο ζητιάνευε γιὰ φαγητό, πλέον γλεντοῦσε κρέας – πῶς θἄνοιωθε ἄραγε; Τὸ βλέπαμε κρυμμένοι πίσω ἀπὸ ἕνα παράθυρο, μὲ τὰ χέρια μου στοὺς ὤμους της ἤμουν ἔκθετος στὴν ἀκτινοβολία μιᾶς εὐδαιμονίας, θνήσκουσας φυσικά, ἀλλὰ ποιός στέργει ἄγγελο κακῶν ἐπῶν;

Τὸ (μικρὸ) ὑπόλοιπο τῆς ἡμέρας πέρασε γύρω ἀπὸ τὸ γατί μὲ παιγνίδια καὶ διαχυτικότητες - ἀποκλειστικὰ πρὸς αὐτό. Διαχυτικότης πρὸς κάθε ἄλλο ἀποδέκτη ἴσως γινόταν αἰτία νὰ ἀφυπνίζονταν παλιὰ πάρεργα καὶ ἔτσι νὰ ἀθετοῦντο κάποιες δεσμεύσεις πρὸς τὸν ὁσονούπω. Τὸ γατίνι εἶχε ἐξοικειωθῇ  -ὅσο γινόταν- μὲ τὸν χῶρο, μὲ ἐμᾶς καὶ τὸ χαζεύαμε. Τοῦ δώσαμε μάλιστα καὶ βραδυνὸ λίγο πρὶν νὰ φύγουμε – δὲν θὰ διανυκτερεύαμε ἐκεῖ παρὰ τὰ γιὰ καιρὸ ἀντιθέτως συμβαίνοντα – τίς οἶδε γιατί ἡ ἀλλαγή, ἴσως μιὰ ἀναζήτηση τζοῦρας νυκτερινῆς ἐπαφῆς μὲ τὸν ὁσονούπω σὲ βιαστικὲς καὶ βραχεῖες προοϊκονομίας συναντήσεις τὴν ἔκαναν νὰ θέλῃ προαναχωρήσεις.

Βολέψαμε τὸ γατὶ σὲ μιὰ παλιὰ μπλούζα, σχεδὸν ὁλόκληρο τὸ καλύψαμε περιορίζοντάς το καὶ ἄραξε στὴν ἀγκαλιὰ τῆς συνοδηγοῦ. Φύγαμε. Εἶχα μιὰ φοβία μήπως καὶ φρικάριζε καθ’ὁδόν, σὲ περιβάλλον τόσο ξένο γι’αυτό, τοῦ εἶχαν συμβῇ πάμπολλα περίεργα ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Ἦταν ὅμως ἤσυχο. Σὲ κάποιες στάσεις μας σὲ φανάρια τὸ κύτταζα, προσπαθοῦσα νὰ τὸ διακρίνω μέσα ἀπὸ τὰ γύρω του ὑφάσματα. Φαίνονταν μόνο τὰ μάτια του καὶ λίγο ἀπὸ τὸ προσωπάκι του· μὲ κύτταζε ἀκίνητο, μὲ ἐλαφρῶς φοβισμένη ἔκφραση, μὲ κυττοῦσε μὲ ἕνα ἀφύσικα πολὺ προσηλωμένο ὕφος, σὰν νὰ ἔβλεπα ἕνα εὐχαριστῶ του, μπορεῖ, μὲ μαγνήτιζε τὸ βλέμμα του, σχεδὸν ἀνθρώπινο, ἔβγαζε ἕνα παράπονο, μιὰν κατήφεια, μιὰν ἀπορία, μιὰ μελαγχολία, μιὰ λιγωσιά ἀλλὰ καὶ μιὰ τρυφερότητα, μπορεῖ καὶ νὰ μάντευε κάτι, ἴσως νὰ εἶχε ἐπηρεαστῇ ἀπὸ τὴν θλιβὴ Κυριακή, πιθανῶς νὰ μοῦ συμπαραστεκόταν, ποιός ξέρει; Στὸ γατὶ διέκρινα ὅλα ἐκεῖνα τὰ συναισθήματα ποὺ εἶχα καιρὸ νὰ δῶ σ’αὐτήν. Στὰ φωτεινὰ μάτια του ἐκεῖνες τὶς στιγμές, θυμήθηκα παλιὲς φορὲς ἀχνῶν καὶ παραμελημένων ὑποσχέσεων, ἀγχωμένης κι ἐσωστρεφοῦς συμπεριφορᾶς, περιπαικτικῆς καὶ ἀποκαρδιωτικῆς διάθεσης. Στὰ μάτια του, στὰ μάτια ἑνὸς γατιοῦ. Δὲν γίνεται νὰ ξεχάσω ἐκεῖνες τὶς στιγμές.

Τὴν ἑπομένη, τὴν κάλεσα καὶ ἀμέσως κατάλαβα ὅτι κάτι δὲν πήγαινε καλά. Σχεδὸν ἔκλαιγε ὅταν μοῦ εἶπε ὅτι τὸ γατὶ χάθηκε, ἀναθεμάτιζε τοὺς γύρω καὶ τὴν δεισιδαίμονα πρόληψη σχετικὰ μὲ τὶς μαῦρες γάτες, προσπάθησα νὰ τὴν παρηγορήσω λέγοντας ὅτι θὰ ἐπιστρέψῃ ἀργὰ ἢ γρήγορα ὅμως αὐτὴ κοφτὰ καὶ κατηγορηματικὰ μοῦ εἶπε ὅτι δὲν θὰ γυρίσῃ πιά

Ἦταν τέτοιο τὸ ὕφος της, ἡ ἐπικοινωνία μας ποὺ ἔνοιωσα ἐγὼ ὑπεύθυνος γιὰ τὴν ἀπώλεια. Ἔκλεισα πλήρης ἐνοχῶν καὶ μοῦ πῆρε καιρὸ γιὰ νὰ τὴν ξανακαλέσω. Ἴσως στὴν ἀποχή μου νὰ συνείσφερε καὶ μιὰ ζήλεια προκληθεῖσα ἀπὸ τὰ χάδια καὶ τὴν προσοχὴ πρὸς τὸ γατὶ καθὼς ἐπίσης καὶ γιὰ τὰ τόσο ἔντονα καταλογιζόμενά της λόγῳ τῆς ἀπώλειας. Ἐὰν τελικῶς ἰσχύουν τὰ ἀπανατολίτικα καὶ τὰ πυθαγορικά, σὲ μιὰ ἑπόμενή μου περατζάδα ἀπὸ’δῶ, θἄθελα νἄρθω σὰν γάτος. Διότι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν περιστέρια ἀφοσίωση, σὺν τοῖς πολλοῖς πολλοῖς ἄλλοις δὲν θὰ ἀντιμετωπίζω χλεύη καὶ λοιδωρία γιὰ τὰ σ’ὤμους καὶ παρειὲς δήγματα. Εἶναι ἄλλωστε ἕνας τρόπος νὰ δείξῃς τὴν εὐχαρίστησή σου       γιὰ τὸν ὁσονούπω.



http://vangelakas.blogspot.com/2010/10/blog-post_06.html

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

fame!







http://vangelakas.blogspot.com/2010/09/fame.html

Ντισκλέημερ λέγω


http://vangelakas.blogspot.com/2010/09/blog-post.html

ὅλως τυχαίως

Σβηνόταν ὁ χρόνος καὶ ἐκφυλίζονταν τὰ ὅριά του ἐδῶ στὸ Δορκαδονήσι κι ὄχι μόνο λόγῳ τοῦ ἀλήτη ἥλιου ἢ τῆς μυρωδιᾶς τῆς θάλασσας – ήθελα πολύ να αδειάσω, το είχα ανάγκη.....

Ἡ Ἕντεκα ἦταν τὸ φάρμακό μου, ἐσαεὶ πρόθυμος νὰ συνοδοιπορίσῃ σὲ κάθε μου ἀπόφαση, ἡ Πέντε ὡς εἴθισται σοβαρὴ κι αὐστηρὰ μὲ ἔκρινε ἀλλὰ μὲ πολλὴν ἀνοχὴ καὶ κατανόηση τὴν φορὰ αὐτή. Συζητούσαμε, συνεβούλευαν, ἀπεφασίζα, κυρίως δὲ ἐξιστοροῦσα καὶ ἀφηγούμην, πέριξ κυλίκων νηφελοκοκκόζωμου καὶ μάλιστα εἴχομεν ἐκπονήσει καὶ τὸ διὰ ταῦτα.

Ἀκούγοντάς με νὰ ἀπαντῶ στὸ τηλέφωνο, νὰ λέω ποῦ εὑρίσκομαι μεθ’ ὁδηγιῶν μάλιστα γιὰ τὸ πῶς μπορεῖ νὰ ἔλθῃ τις, ἀντελήφθησαν. Ἠγέρθησαν ἐξαπινιαίως, δὲν εἶπον οὐδὲν παρὰ μόνον ἐνθαρρυντικῶς μὲ κύτταξαν κι ἀπεχώρησαν.

Ἔμεινα μόνη καὶ σύγκορμα ἐταράχθην λόγῳ βεβαίως τῆς ἀναμονῆς (50 μόλις μίλια μᾶς χώριζαν…) κι ὅ,τι θὰ ἐπηκολούθει· οἱ σφυγμοὶ κραύγαζαν, κόμπος ἐγκατεστάθη στὸ στομάχι κι εἷς τὸν ἀνήξερο ποιὼν παλαμιαῖος ἵδρως ἐζήτει λεπτομερείας. Ἀφέθην ἱαματικῶς στὴν θέα τοῦ Μυρτώου ἥτις συνοδευομένη τῆς ἰούλιας αὔρας μὲ ἡμέρευε, μὲ ἠρέμευε…

Ἀρκετὲς στιγμὲς κατόπιν ἀλλὰ μία σκέψη μετά, ἤκουσα τὰ βήματά του καὶ τὴν καρδιά μου νὰ γρηγορεύῃ. Συνεκράτησα τὸ βλέμμα μου στὴν θάλαττα κι σφράγισα τὰ ὄμματα υἱοθετοῦσα πλῆρες ἡδυπαθείας ὕφος. Ἐστράφην αὐτῷ ὅταν ἔσβησαν τὰ προσεγγίζοντα ἴχνη· ἦταν ἀπὸ πάνω μου καὶ τοῦ χάρισα ἕνα συγκρατημένο μειδίαμα μὲ ψῆγμα ἀνυπομονησίας.

Κάθησε παρ’ ἐμοῦ καὶ παρήγγειλε. Ὁ ἥλιος πέρα, προσέγγιζε τὸ ὕδασι εἴδωλό του δημιουργὼν ἁλουργεῖς ἐπιφανείας. Νέφη τινά, εἰς ἀκατανοήτους σχηματισμοὺς συνεχῶς μεταβαλλομένους λόγῳ τοῦ ἀέρος, διέκοπταν τὸ ὑακίνθινο τοῦ οὐρανοῦ καὶ προσεπάθουν νὰ διατηρήσουν ἐκεῖ τὴν προσοχή μου. Εἰς μάτην...

Ὁ κόσμος ἔφυγε σιγὰ σιγά, μείναμε σχεδὸν μόνοι· πλὴν ἑνὸς ἄλλου ζεύγους σὲ μιὰν ἄκρη τοῦ χώρου.

Συμβαίνει… μοῦ εἶπε λιτῶς, λακωνικῶς ὡς ἄλλως τε ἐπέβαλλον τὰ μέρη…

Συνέβη τὸν διόρθωσα καὶ χαμογέλασα ἀναβλέπουσα αὐτῷ ἄνευ στροφῆς τῆς κεφαλῆς· παρὰ μόνον τὶς κόρες μου ἔστειλα στὸ ἄκρον τῆς κόγχης τῶν ὀφθαλμῶν πρὸς τὸ μέρος του.

Τὸ ἀπομεῖναν ζεῦγος, ἀπογευθέν, ξεκίνησε νὰ φύγῃ - μᾶς ἄφησε μόνους. Τότε, ἐξόχως χαμαιτυπικῶς ἀντελήφθην ὅτι ἔπρεπε, μοῦ ἔπρεπε.

Σηκώθηκα καὶ τὸν κύτταξα ἐπίμονα μὲ ἕνα ἀνέκφραστο καὶ κενὸ βλέμμα. Τὸν προσέγγισα, ἔσκυψα ἐνώπιόν του καὶ κάθησα στὶς κνῆμες. Ἄφησα τὸ κεφάλι μου στὰ σκέλη του ὡς ἔκθετον μειράκιον, χρείαν ἔχον προστασίας τε καὶ στοργῆς καὶ ἄρχισα νὰ τρίβωμαι πάνω του. Νοιώσασα τὶς χεῖρες του θωπεύουσες τὴν κόμη μου, διέκοψα τὴν τριβὴ στὸ σημεῖον του ὅπερ ἔνοιωθα ὡς τὸ πλέον ἀνταποκριθέν. Ἄνοιξα τοὺς ὀφθαλμούς μου, τὸν κύτταξα ἔτι ἅπαξ καὶ εἰδὼν τὸ θέλω του νὰ ξεχειλίζῃ πανταχόθεν, ἐξηκολούθησα. Ἐστράφην στὸν γναμπτήρα τῆς περισκελίδος του καὶ διὰ τῶν ὀδόντων μου τὸν κατηφόρισα. Ἀδιαλείπτησα αὖθι τὸ χάδι διὰ τὼν παρειῶν μου ἐντυπωσιασθεῖσα μὲ την θέρμη τῆς θελήσεώς του. Ῥάδιον λίαν νὰ μὴν ἀνελίξω τὴν προσπάθειά μου, πρὸς τοῦτο βούτηξα τὰ χείλη μου εἰς τὸ ἐρεβῶδες σημεῖον. Αἱ χεῖρες μου μὴ δυνάμεναι νὰ ἀνθέξουν τὸ ἡδονικῶς κλιμακούμενο, τουτοσὶ τὸ ἀκροποδητὶ ἱμέριον, κατὰ τ’ ἄλλα μυσταγωγικόν, συνέδραμον. Ἔφερα(ν) στὸ φῶς τὸ ποθούμενον τὸ ὁποῖον δι’ ἐλάχιστον παρέμεινε στὰ πεδία τοῦ τὰ πανθ’ὁρά. Ἄνοιξα τὸ στόμα μου σὲ μιὰν προσευχὴ καὶ τοῦ ἀλήθευσα τὴν ποσότητα τῆς θελήσεώς του ἡ δὲ γλῶττα μου σὲ συνεχεῖς ἀσπασμοὺς ἀνέδειξε τὴν ποιότητα τοῦ θέλω του.

Αἱ χειλόγλωσσαι μαλάξεις συνεχίζοντο σὲ ῥυθμὸν ἀενάως ἐξελισσόμενον ἐκμαιεύουσαι μιὰν ἀνθηρὰν μεγαλοπρέπειαν ἥτις μοι λέρωνε τὸ φιλί. Προσεπάθουν νὰ τοῦ δῶ τὴν ἔκφρασιν καθὼς ἐν στόματι τὸν ἔσχον ἀλλὰ δὲν ἐδυνάμην, τοῦ ἄκουγα ὡστόσο τοὺς μυγμούς, τοὺς γογγυσμούς, καὶ φανταζόμην τὰ πλήρους ὀχείας χαρακτηριστικά του.

Μὲ σφραγισμένους ὀφθαλμοὺς ἀπελάμβανα τοὺς σιωπηλοὺς λαρυγγισμούς μου ἐπὶ τοῦ μεγαλοπρεποῦς μυὸς τὸν ὁποῖον ἔκρυβα οὐρανίσκῳ μὲ μιαρὰ συναισθήματα ἰδιοκτησίας. Ὥσπου τὸν κύτταξα, οὐχὶ καλῶς – δὲν φαινόταν σύμπασα ἡ μεγαλορρημοσύνη του, ὄθεν κίνησα τὴν κεφαλὴ ἐς τούμπαλιν καὶ ὀλίσθησα εἰς τὴν αὐτὴν κατεύθυνσιν τὴν γλῶσσα καὶ τὰ χείλη μου χωρὶς νὰ παύσω τὴν ἐπαφή. Τὸν εἶχα μπροστά μου, σημάδευε τὸ τρίτο μου μάτι καθὼς ἀνέλαβα μὲ ὅμοιον πυρετὸν τὸ σημεῖον τῆς βάσεως, τὸ λίκνο τοῦ εἶναι του.


Μετ’ ὀλίγον, θέσασα τὶς χεῖρες μου ἐς ἔδαφος, διέκοψα πᾶσα λείχασιν. Τὸν κύτταξα ἀλλὰ οὗτος δὲν ἄδραξε τὸ βλέμμα μου. Ἐκύττει ψηλὰ καὶ συνεταράσσετο μὲ βαριὲς ἀνάσες. Ἐστάθην στὸ ὄρθιο καὶ περίπυστο ὄργανόν του καὶ ἀνέλαβα θέσιν. Τὰ χείλη μου ἀγκάλιασαν τὴν στιλπνὴ βάλανο του καὶ μουρμούρισα ἕνα παλαιὸν ᾆσμα. Ἡ γλῶττα μου σχεδίαζε ἐπ’αὐτῆς, βουδηστροφηδόν, τὸ σ’ ἀγαπῶ στὶς κοῖλες ἐπιφάνειες τῆς κατερρύθρου καὶ κάθιδρής του. Μὲ ἔστειλα κατόπιν, στὸ ἀπερίτμητο σημεῖον του κι ἀφῆκα ἐλεύθερες ἄπειρες χρυσαλλίδες νὰ τοῦ τὸ ψαύσουν.

Ἄνευ τῆς παραμικρᾶς βοηθείας ἐκ τῶν χειρῶν μου αἵτινες παρέμενον στὸ πάτωμα, ἐγκατέλειψα τὰ ὑψηλὰ μέρη τοῦ φαλλοῦ του καὶ ἀργὰ - ὅσο ἔπρεπε ἀργὰ ὥστε νὰ αἰσθανθῶ (καὶ αἰσθανθῇ) σὲ ὅλη της τὴν μεγαλοπρέπεια καὶ μὲ πᾶσα λεπτομέρεια, τὴν λείχινη συνουσία (ἀλλὰ ὄχι τόσο ὥστε νὰ ἀπωλεσθῇ ὁ ρυθμός) συνέχιζα πρὸς τὰ κάτω. Ἀφικνουμένη στὰ πλουτώνεια μέρη τοῦ μορίου του, ἐκροφοῦσα τὰς ἀνατολὰς τοῦ ὀσχέου του καὶ περσεφονικῶς ἐπανερχόμην ἄνω τηρῶσα εὐλαβικῶς τὴν αὐτὴ διάρκεια. Τοῦτο, ἡ μητρικῇ ἐνσίελος κάτω καὶ ἄνω ἄνω καὶ κάτω κάτω καὶ ἄνω κηδεία τοῦ δόρατός του συνέβη πολλάκις καὶ σὺν τοῖς ἄλλοις, ἀπελάμβανα τὶς μεταλλαγὲς τῆς χροιᾶς τῶν οἰμωγῶν του. Ἔστειλα τὶς παλάμες μου στὸν θώρακα καὶ τὸν γαστήρα του ὅστις ἐναλλὰξ ἔσφιγγε καὶ χαλάρωνε, χαλάρωνε τὶς στιγμὲς τῆς ἡδείας ἐκπνοῆς στεναγμῶν.

Δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ χαλάσῃ τὴν στιγμὴν κάποια κλῆσις κι ἕνα μήνυμα ὀλίγον μετά. Τοὐναντίον· μαντέψασα τὸν καλούντα συνέχισα ἔτι μαινομένη τὰς μαλάξεις στὸ εὔγραμμο στῆθος του καὶ λυσσαλέως τρικυμίασα τὸ ὑπ’ ἐμοῦ ὀρεγόμενο ὄργανό του στὸν ξενιστή του. Ἡ χείρ του ἄδραξε προειδοποιητικῶς τὸν ὦμο μου καὶ ἐλάττωσα τὴν μονῳδία.

Ἔθεσα τὶς χεῖρες μου ὑπὸ τοῦ γόνυ καὶ βράχυνα τὴν ἐμμέλεια μὴ ἐγκαταλείψασα βεβαίως τὸ ἄρτιον τῆς συχνότητος τῆς πεολουσίας. Ἐξηκολούθησα ἀντιληφθεῖσα ὡστόσο ὅτι τὸ πέρας δὲν ἔκειτο μακράν. Ἡ γλῶττα μου ὑποχθονίως μάλαζε τὴν κεντρικὴ φλέβα, ὡς αὖλαξ τὴν ἐκάλυπτεν, τὴν φανέρωνε, ἀδιαλείπτως, βραδέως καὶ σχολαίως. Ἐλάχιστα μετὰ τὴν ἠσθάνθην νὰ διαστέλλῃται. Εἷς κόμπος τὴν διέτρεξεν ἀπ’ἄκρου εἰς ἄκρον καὶ ἀπολήξασα ἔνοιωσα ὑγρὲς μηνῶν ἐπιδοκιμασίες καὶ ἐμμονές. Περάτωσα κι ἐγὼ τὴν κίνησή μου καὶ κατέσθησα ὅλον τὸ ὑπόχρουν ἀπωθημένο του αἰσθανομένη ἕναν πλήρη καὶ ὑγιῆ ἔρωτα, πρωτόφαντο, ἀξεπέραστο καὶ κατάδικό μου! Ἴσως καὶ μοναδικό μου!

Ἀργώτερον, ὅτε ἤδη εἴχομεν ἐπανέλθει εἰς τὴν προτεραίαν θέσιν καὶ κατάστασιν ἡμῶν μὲ χαμόγελα τρυφερότητος ἀντέδρασα στὴν (ἀχρείαστη ναί!) δικαιολογία του περὶ βραχείας διαρκείας· ἡ ἰδανικὴ πεολειχία, ἔφα, εἶναι ἡ ἄνευ χειρῶν. Τοιουτοτρόπως μαρτυρᾶται μιὰ ὑψιπετὴς ἐμπειρία ἥτις πραγματοποιουμένη ἐξάπτει, ἐκφλέγει τὸν ἄνδρα καὶ τὸν κάνει νά περατώνῃ προώρως… Ἂχ γιατί προώρως νὰ μὴν ἔχουν γίνει τόσα ἄλλα ἀκόμα; Ἔστω… Κάλλιο ἀργά…



http://vangelakas.blogspot.com/2010/08/blog-post_31.html



Lust at last!

Θέλω ὁμοῦ νὰ δοῦμε τὸ λυκαυγὲς καὶ τὴν ἀνατολὴ

στὴν γέννα τῆς μέρας νὰ πνίξω ἕνα σου φιλὶ

στὸν ὦμο σου ἀφημένη, μὲ ἀνάσες κοινὲς

ὁ χρόνος νεκρός, πουλιὰ προσευχὲς


Θέλω μαζύ σου νὰ χαρῶ τὴν ἀνατολὴ

προτοῦ ἡ πόλη ἀρχίσῃ νὰ θορυβῇ

πρὶν τὰ μουγκρητὰ ἀπὸ τὰ ἀπορριματοφόρα

νὰ γείρῃς ἐπάνω μου σὰν θερμοφόρα.


Πρίν μαζέψουν λεμονόκουπα καὶ ἐρυθρὴ σερβιέτα

πρὶν βγοῦν οἱ σκουπιδιαραῖοι γιὰ δουλειὰ

νὰ ἀφεθοῦμε ἐγὼ κι ἐσὺ σ’ἀγκαλιὰ

σ’ ὅ,τι καιρὸ λαχταρούσαμε· δὲν εἶναι πιὰ ξεπέτα


Πλεγμένα τὰ δάκτυλα

σφιχτὲς ἀγκαλιὲς

δάκρυα χαρᾶς

ἠδονῆς γουλιὲς


Ἀγάπη παραληρηματικὴ

μὲ τόσο κόπο πλασμένη

χρόνο πολὺ σ’ἀναμονὴ

κι ὁ πόθος περιμένει


Θέλω μαζὺ νὰ δοῦμε τὸν οὐρανὸ

μὲ προσευχὲς γιὰ σένα καὶ γιὰ μένα

σὲ ἰκέα κρεβάτι μὰ καθόλου φτηνὸ

σὲ σύμπλεγμα μαιανδρικό,

τὰ πόδια μας πλεγμένα


Ὅ,τι ἔχω καὶ δὲν ἔχω δίνω

ἀπὸ τῆς τραπέζης μου τὸν λογαριασμὸ

γιὰ νὰ βρεθῶ καλό μου γουργουρίνο

στοῦ μάτσο κορμιοῦ σου τὸν βυθὸ


Θέλω μαζύ σου νὰ χαρῶ τὴν ἀνατολὴ

τοῦ ἔρωτά μας τὴν ἀνέκαθεν πληγὴ

στεντόρεια νὰ σοῦ φωνάξω

πὼς ἀπ’ἀγάπη θέλω νὰ κλάψω


Μαλακίες λέω...

Μπορεῖ νὰ μ’ἀκοῦς νὰ σοῦ ψιθυρίζω...

Πὼς θέλω ὁμοῦ νὰ δοῦμε τὴν ἀνατολὴ

μὰ ἀλλοῦ στραμμένη ἡ μου προσοχὴ

καὶ ὅ,τι σοῦ ὁρίζω:


ἀντὶ γιὰ τὴν ἀνατολή...

θέλω νὰ σκύψω καὶ νὰ καταπιῶ τὸ φλεβάτο σου καυλί.



http://vangelakas.blogspot.com/2010/08/lust-at-last.html