common or penalty
περὶ τῆς κατ'εὐφημισμόν...
Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010
Τοῦ κώλου, τὸ δίχως ἄλλο.
Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010
γκάρισμα μαούνας mode - ἢ τῆς δραχμῆς ὅταν καν____
15 (ἔλεος!)
16 (king size – στὸ χείλιο αὐλάκι)
17 ( *ῥίμα* : κι ὁ στόμας μου τὸν ποῦτσο σου θέλει νὰ τὸν σκεπάζῃ)
18 (πρὸς τοῦτο καὶ οἱ πολύμηνοι δοκιμασίας κι ἐλέγχου, τί μὲ λὲς τώρα, ἐρασιτέχναι; Λιθαράκι λιθαράκι ἡ βλάχειος δουλοπρέπεια!)
37 (γυρνῶ μόνο ὅταν εἶναι νὰ ἀλλάξω στάση...)
38 (*ῥίμα* : καὶ στοῦ Βύρωνα τὰ βράχη μπεγλερίζω τὰ κάκαλά σου)
39 ( *ῥίμα* : καὶ ἡ πνευματικὴ τροφὴ ποὺ ῥεύομαι)
http://www.youtube.com/watch?v=irZlMWNabC4&feature=player_embedded
Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010
*Δὲν* θέλω!
Δὲν τὸ ἤξερα φυσικά, ἀλλὰ ἤμαστε πρὸς τὸ τέλος. Πρωὶ Κυριακῆς, Ἰούνιος μᾶλλον, μπορεῖ καὶ Μάιος, εἶχα ἀναλάβει τὸν δέοντα γιὰ θάλασσα ἐξοπλισμὸ καὶ περπατούσαμε ψάχνοντας παραλία, γιὰ νὰ βροῦμε κάποιο μέρος τῶν δικῶν της προδιαγραφῶν ἐφάμιλλο, τῇ κείνης ῥήμασι (σίκ) πειθόμενος.
http://vangelakas.blogspot.com/2010/10/blog-post_06.html
Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010
ὅλως τυχαίως
Ἡ Ἕντεκα ἦταν τὸ φάρμακό μου, ἐσαεὶ πρόθυμος νὰ συνοδοιπορίσῃ σὲ κάθε μου ἀπόφαση, ἡ Πέντε ὡς εἴθισται σοβαρὴ κι αὐστηρὰ μὲ ἔκρινε ἀλλὰ μὲ πολλὴν ἀνοχὴ καὶ κατανόηση τὴν φορὰ αὐτή. Συζητούσαμε, συνεβούλευαν, ἀπεφασίζα, κυρίως δὲ ἐξιστοροῦσα καὶ ἀφηγούμην, πέριξ κυλίκων νηφελοκοκκόζωμου καὶ μάλιστα εἴχομεν ἐκπονήσει καὶ τὸ διὰ ταῦτα.
Ἀκούγοντάς με νὰ ἀπαντῶ στὸ τηλέφωνο, νὰ λέω ποῦ εὑρίσκομαι μεθ’ ὁδηγιῶν μάλιστα γιὰ τὸ πῶς μπορεῖ νὰ ἔλθῃ τις, ἀντελήφθησαν. Ἠγέρθησαν ἐξαπινιαίως, δὲν εἶπον οὐδὲν παρὰ μόνον ἐνθαρρυντικῶς μὲ κύτταξαν κι ἀπεχώρησαν.
Ἔμεινα μόνη καὶ σύγκορμα ἐταράχθην λόγῳ βεβαίως τῆς ἀναμονῆς (50 μόλις μίλια μᾶς χώριζαν…) κι ὅ,τι θὰ ἐπηκολούθει· οἱ σφυγμοὶ κραύγαζαν, κόμπος ἐγκατεστάθη στὸ στομάχι κι εἷς τὸν ἀνήξερο ποιὼν παλαμιαῖος ἵδρως ἐζήτει λεπτομερείας. Ἀφέθην ἱαματικῶς στὴν θέα τοῦ Μυρτώου ἥτις συνοδευομένη τῆς ἰούλιας αὔρας μὲ ἡμέρευε, μὲ ἠρέμευε…
Ἀρκετὲς στιγμὲς κατόπιν ἀλλὰ μία σκέψη μετά, ἤκουσα τὰ βήματά του καὶ τὴν καρδιά μου νὰ γρηγορεύῃ. Συνεκράτησα τὸ βλέμμα μου στὴν θάλαττα κι σφράγισα τὰ ὄμματα υἱοθετοῦσα πλῆρες ἡδυπαθείας ὕφος. Ἐστράφην αὐτῷ ὅταν ἔσβησαν τὰ προσεγγίζοντα ἴχνη· ἦταν ἀπὸ πάνω μου καὶ τοῦ χάρισα ἕνα συγκρατημένο μειδίαμα μὲ ψῆγμα ἀνυπομονησίας.
Κάθησε παρ’ ἐμοῦ καὶ παρήγγειλε. Ὁ ἥλιος πέρα, προσέγγιζε τὸ ὕδασι εἴδωλό του δημιουργὼν ἁλουργεῖς ἐπιφανείας. Νέφη τινά, εἰς ἀκατανοήτους σχηματισμοὺς συνεχῶς μεταβαλλομένους λόγῳ τοῦ ἀέρος, διέκοπταν τὸ ὑακίνθινο τοῦ οὐρανοῦ καὶ προσεπάθουν νὰ διατηρήσουν ἐκεῖ τὴν προσοχή μου. Εἰς μάτην...
Ὁ κόσμος ἔφυγε σιγὰ σιγά, μείναμε σχεδὸν μόνοι· πλὴν ἑνὸς ἄλλου ζεύγους σὲ μιὰν ἄκρη τοῦ χώρου.
Συμβαίνει… μοῦ εἶπε λιτῶς, λακωνικῶς ὡς ἄλλως τε ἐπέβαλλον τὰ μέρη…
Συνέβη τὸν διόρθωσα καὶ χαμογέλασα ἀναβλέπουσα αὐτῷ ἄνευ στροφῆς τῆς κεφαλῆς· παρὰ μόνον τὶς κόρες μου ἔστειλα στὸ ἄκρον τῆς κόγχης τῶν ὀφθαλμῶν πρὸς τὸ μέρος του.
Τὸ ἀπομεῖναν ζεῦγος, ἀπογευθέν, ξεκίνησε νὰ φύγῃ - μᾶς ἄφησε μόνους. Τότε, ἐξόχως χαμαιτυπικῶς ἀντελήφθην ὅτι ἔπρεπε, μοῦ ἔπρεπε.
Σηκώθηκα καὶ τὸν κύτταξα ἐπίμονα μὲ ἕνα ἀνέκφραστο καὶ κενὸ βλέμμα. Τὸν προσέγγισα, ἔσκυψα ἐνώπιόν του καὶ κάθησα στὶς κνῆμες. Ἄφησα τὸ κεφάλι μου στὰ σκέλη του ὡς ἔκθετον μειράκιον, χρείαν ἔχον προστασίας τε καὶ στοργῆς καὶ ἄρχισα νὰ τρίβωμαι πάνω του. Νοιώσασα τὶς χεῖρες του θωπεύουσες τὴν κόμη μου, διέκοψα τὴν τριβὴ στὸ σημεῖον του ὅπερ ἔνοιωθα ὡς τὸ πλέον ἀνταποκριθέν. Ἄνοιξα τοὺς ὀφθαλμούς μου, τὸν κύτταξα ἔτι ἅπαξ καὶ εἰδὼν τὸ θέλω του νὰ ξεχειλίζῃ πανταχόθεν, ἐξηκολούθησα. Ἐστράφην στὸν γναμπτήρα τῆς περισκελίδος του καὶ διὰ τῶν ὀδόντων μου τὸν κατηφόρισα. Ἀδιαλείπτησα αὖθι τὸ χάδι διὰ τὼν παρειῶν μου ἐντυπωσιασθεῖσα μὲ την θέρμη τῆς θελήσεώς του. Ῥάδιον λίαν νὰ μὴν ἀνελίξω τὴν προσπάθειά μου, πρὸς τοῦτο βούτηξα τὰ χείλη μου εἰς τὸ ἐρεβῶδες σημεῖον. Αἱ χεῖρες μου μὴ δυνάμεναι νὰ ἀνθέξουν τὸ ἡδονικῶς κλιμακούμενο, τουτοσὶ τὸ ἀκροποδητὶ ἱμέριον, κατὰ τ’ ἄλλα μυσταγωγικόν, συνέδραμον. Ἔφερα(ν) στὸ φῶς τὸ ποθούμενον τὸ ὁποῖον δι’ ἐλάχιστον παρέμεινε στὰ πεδία τοῦ τὰ πανθ’ὁρά. Ἄνοιξα τὸ στόμα μου σὲ μιὰν προσευχὴ καὶ τοῦ ἀλήθευσα τὴν ποσότητα τῆς θελήσεώς του ἡ δὲ γλῶττα μου σὲ συνεχεῖς ἀσπασμοὺς ἀνέδειξε τὴν ποιότητα τοῦ θέλω του.
Αἱ χειλόγλωσσαι μαλάξεις συνεχίζοντο σὲ ῥυθμὸν ἀενάως ἐξελισσόμενον ἐκμαιεύουσαι μιὰν ἀνθηρὰν μεγαλοπρέπειαν ἥτις μοι λέρωνε τὸ φιλί. Προσεπάθουν νὰ τοῦ δῶ τὴν ἔκφρασιν καθὼς ἐν στόματι τὸν ἔσχον ἀλλὰ δὲν ἐδυνάμην, τοῦ ἄκουγα ὡστόσο τοὺς μυγμούς, τοὺς γογγυσμούς, καὶ φανταζόμην τὰ πλήρους ὀχείας χαρακτηριστικά του.
Μὲ σφραγισμένους ὀφθαλμοὺς ἀπελάμβανα τοὺς σιωπηλοὺς λαρυγγισμούς μου ἐπὶ τοῦ μεγαλοπρεποῦς μυὸς τὸν ὁποῖον ἔκρυβα οὐρανίσκῳ μὲ μιαρὰ συναισθήματα ἰδιοκτησίας. Ὥσπου τὸν κύτταξα, οὐχὶ καλῶς – δὲν φαινόταν σύμπασα ἡ μεγαλορρημοσύνη του, ὄθεν κίνησα τὴν κεφαλὴ ἐς τούμπαλιν καὶ ὀλίσθησα εἰς τὴν αὐτὴν κατεύθυνσιν τὴν γλῶσσα καὶ τὰ χείλη μου χωρὶς νὰ παύσω τὴν ἐπαφή. Τὸν εἶχα μπροστά μου, σημάδευε τὸ τρίτο μου μάτι καθὼς ἀνέλαβα μὲ ὅμοιον πυρετὸν τὸ σημεῖον τῆς βάσεως, τὸ λίκνο τοῦ εἶναι του.
Μετ’ ὀλίγον, θέσασα τὶς χεῖρες μου ἐς ἔδαφος, διέκοψα πᾶσα λείχασιν. Τὸν κύτταξα ἀλλὰ οὗτος δὲν ἄδραξε τὸ βλέμμα μου. Ἐκύττει ψηλὰ καὶ συνεταράσσετο μὲ βαριὲς ἀνάσες. Ἐστάθην στὸ ὄρθιο καὶ περίπυστο ὄργανόν του καὶ ἀνέλαβα θέσιν. Τὰ χείλη μου ἀγκάλιασαν τὴν στιλπνὴ βάλανο του καὶ μουρμούρισα ἕνα παλαιὸν ᾆσμα. Ἡ γλῶττα μου σχεδίαζε ἐπ’αὐτῆς, βουδηστροφηδόν, τὸ σ’ ἀγαπῶ στὶς κοῖλες ἐπιφάνειες τῆς κατερρύθρου καὶ κάθιδρής του. Μὲ ἔστειλα κατόπιν, στὸ ἀπερίτμητο σημεῖον του κι ἀφῆκα ἐλεύθερες ἄπειρες χρυσαλλίδες νὰ τοῦ τὸ ψαύσουν.
Ἄνευ τῆς παραμικρᾶς βοηθείας ἐκ τῶν χειρῶν μου αἵτινες παρέμενον στὸ πάτωμα, ἐγκατέλειψα τὰ ὑψηλὰ μέρη τοῦ φαλλοῦ του καὶ ἀργὰ - ὅσο ἔπρεπε ἀργὰ ὥστε νὰ αἰσθανθῶ (καὶ αἰσθανθῇ) σὲ ὅλη της τὴν μεγαλοπρέπεια καὶ μὲ πᾶσα λεπτομέρεια, τὴν λείχινη συνουσία (ἀλλὰ ὄχι τόσο ὥστε νὰ ἀπωλεσθῇ ὁ ρυθμός) συνέχιζα πρὸς τὰ κάτω. Ἀφικνουμένη στὰ πλουτώνεια μέρη τοῦ μορίου του, ἐκροφοῦσα τὰς ἀνατολὰς τοῦ ὀσχέου του καὶ περσεφονικῶς ἐπανερχόμην ἄνω τηρῶσα εὐλαβικῶς τὴν αὐτὴ διάρκεια. Τοῦτο, ἡ μητρικῇ ἐνσίελος κάτω καὶ ἄνω ἄνω καὶ κάτω κάτω καὶ ἄνω κηδεία τοῦ δόρατός του συνέβη πολλάκις καὶ σὺν τοῖς ἄλλοις, ἀπελάμβανα τὶς μεταλλαγὲς τῆς χροιᾶς τῶν οἰμωγῶν του. Ἔστειλα τὶς παλάμες μου στὸν θώρακα καὶ τὸν γαστήρα του ὅστις ἐναλλὰξ ἔσφιγγε καὶ χαλάρωνε, χαλάρωνε τὶς στιγμὲς τῆς ἡδείας ἐκπνοῆς στεναγμῶν.
Δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ χαλάσῃ τὴν στιγμὴν κάποια κλῆσις κι ἕνα μήνυμα ὀλίγον μετά. Τοὐναντίον· μαντέψασα τὸν καλούντα συνέχισα ἔτι μαινομένη τὰς μαλάξεις στὸ εὔγραμμο στῆθος του καὶ λυσσαλέως τρικυμίασα τὸ ὑπ’ ἐμοῦ ὀρεγόμενο ὄργανό του στὸν ξενιστή του. Ἡ χείρ του ἄδραξε προειδοποιητικῶς τὸν ὦμο μου καὶ ἐλάττωσα τὴν μονῳδία.
Ἔθεσα τὶς χεῖρες μου ὑπὸ τοῦ γόνυ καὶ βράχυνα τὴν ἐμμέλεια μὴ ἐγκαταλείψασα βεβαίως τὸ ἄρτιον τῆς συχνότητος τῆς πεολουσίας. Ἐξηκολούθησα ἀντιληφθεῖσα ὡστόσο ὅτι τὸ πέρας δὲν ἔκειτο μακράν. Ἡ γλῶττα μου ὑποχθονίως μάλαζε τὴν κεντρικὴ φλέβα, ὡς αὖλαξ τὴν ἐκάλυπτεν, τὴν φανέρωνε, ἀδιαλείπτως, βραδέως καὶ σχολαίως. Ἐλάχιστα μετὰ τὴν ἠσθάνθην νὰ διαστέλλῃται. Εἷς κόμπος τὴν διέτρεξεν ἀπ’ἄκρου εἰς ἄκρον καὶ ἀπολήξασα ἔνοιωσα ὑγρὲς μηνῶν ἐπιδοκιμασίες καὶ ἐμμονές. Περάτωσα κι ἐγὼ τὴν κίνησή μου καὶ κατέσθησα ὅλον τὸ ὑπόχρουν ἀπωθημένο του αἰσθανομένη ἕναν πλήρη καὶ ὑγιῆ ἔρωτα, πρωτόφαντο, ἀξεπέραστο καὶ κατάδικό μου! Ἴσως καὶ μοναδικό μου!
Ἀργώτερον, ὅτε ἤδη εἴχομεν ἐπανέλθει εἰς τὴν προτεραίαν θέσιν καὶ κατάστασιν ἡμῶν μὲ χαμόγελα τρυφερότητος ἀντέδρασα στὴν (ἀχρείαστη ναί!) δικαιολογία του περὶ βραχείας διαρκείας· ἡ ἰδανικὴ πεολειχία, ἔφα, εἶναι ἡ ἄνευ χειρῶν. Τοιουτοτρόπως μαρτυρᾶται μιὰ ὑψιπετὴς ἐμπειρία ἥτις πραγματοποιουμένη ἐξάπτει, ἐκφλέγει τὸν ἄνδρα καὶ τὸν κάνει νά περατώνῃ προώρως… Ἂχ γιατί προώρως νὰ μὴν ἔχουν γίνει τόσα ἄλλα ἀκόμα; Ἔστω… Κάλλιο ἀργά…
Lust at last!
Θέλω ὁμοῦ νὰ δοῦμε τὸ λυκαυγὲς καὶ τὴν ἀνατολὴ
στὴν γέννα τῆς μέρας νὰ πνίξω ἕνα σου φιλὶ
στὸν ὦμο σου ἀφημένη, μὲ ἀνάσες κοινὲς
ὁ χρόνος νεκρός, πουλιὰ προσευχὲς
Θέλω μαζύ σου νὰ χαρῶ τὴν ἀνατολὴ
προτοῦ ἡ πόλη ἀρχίσῃ νὰ θορυβῇ
πρὶν τὰ μουγκρητὰ ἀπὸ τὰ ἀπορριματοφόρα
νὰ γείρῃς ἐπάνω μου σὰν θερμοφόρα.Πρίν μαζέψουν λεμονόκουπα καὶ ἐρυθρὴ σερβιέτα
πρὶν βγοῦν οἱ σκουπιδιαραῖοι γιὰ δουλειὰ
νὰ ἀφεθοῦμε ἐγὼ κι ἐσὺ σ’ἀγκαλιὰ
σ’ ὅ,τι καιρὸ λαχταρούσαμε· δὲν εἶναι πιὰ ξεπέταΠλεγμένα τὰ δάκτυλα
σφιχτὲς ἀγκαλιὲς
δάκρυα χαρᾶς
ἠδονῆς γουλιὲςἈγάπη παραληρηματικὴ
μὲ τόσο κόπο πλασμένη
χρόνο πολὺ σ’ἀναμονὴ
κι ὁ πόθος περιμένειΘέλω μαζὺ νὰ δοῦμε τὸν οὐρανὸ
μὲ προσευχὲς γιὰ σένα καὶ γιὰ μένα
σὲ ἰκέα κρεβάτι μὰ καθόλου φτηνὸ
σὲ σύμπλεγμα μαιανδρικό,
τὰ πόδια μας πλεγμέναὍ,τι ἔχω καὶ δὲν ἔχω δίνω
ἀπὸ τῆς τραπέζης μου τὸν λογαριασμὸ
γιὰ νὰ βρεθῶ καλό μου γουργουρίνο
στοῦ μάτσο κορμιοῦ σου τὸν βυθὸΘέλω μαζύ σου νὰ χαρῶ τὴν ἀνατολὴ
τοῦ ἔρωτά μας τὴν ἀνέκαθεν πληγὴ
στεντόρεια νὰ σοῦ φωνάξω
πὼς ἀπ’ἀγάπη θέλω νὰ κλάψωΜαλακίες λέω...
Μπορεῖ νὰ μ’ἀκοῦς νὰ σοῦ ψιθυρίζω...
Πὼς θέλω ὁμοῦ νὰ δοῦμε τὴν ἀνατολὴ
μὰ ἀλλοῦ στραμμένη ἡ μου προσοχὴ
καὶ ὅ,τι σοῦ ὁρίζω:ἀντὶ γιὰ τὴν ἀνατολή...
θέλω νὰ σκύψω καὶ νὰ καταπιῶ τὸ φλεβάτο σου καυλί.http://vangelakas.blogspot.com/2010/08/lust-at-last.html