Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Τοῦ κώλου, τὸ δίχως ἄλλο.

Ὁ χοντροῦλος κύριος μὲ τὶς παχιὲς μουστάκες καὶ τὸ στρογγυλὸ κόκκινο πρόσωπο, τίναξε –ὅσο ἔπρεπε– τὴν στάχτη τοῦ πούρου, κύτταξε τὴν ὥρα, ἔβαλε στὴν πλαϊνὴ τσέπη τὸ ῥολόι του, τίναξε τὰ πέτα τοῦ σακακιοῦ, ἤλεγξε τὰ κουμπιὰ τοῦ στενοῦ του γιλέκου, κύτταξε ξανὰ τὸ ῥολόι του, χτύπησε τὰ δάκτυλα νευρικὰ στὸ μεγάλο στέρφο τραπέζι κι ἀφοῦ εἶδε πὼς δὲν τοῦ’χε ἀπομείνει κάτι ἄλλο νὰ κάνῃ, ἔκανε νόημα σὲ ἕναν παρακειμένως.

«Εἰδοποίησαν πὼς θ’ἀργήσουν;»

Ὁ λακὲς δὲν ἄρθρωσε λέξη· τὰ χείλη μόνο ἔσφιξε σὲ χαμόγελο δυσκοιλιότητας λὲς κι ἔφταιγε αὐτὸς γιὰ τὴν καθυστέρηση. Μὲ ἕνα παράταιρο γιὰ τὸν ὄγκο του σάλτο, ὁ καλοντυμένος κύριος ξέφυγε τῆς πολυθρόνας, σηκώθηκε καὶ βγαίνοντας τοῦ ἄχανου δωματίου, εἶπε.

«Ὅταν ἔρθουν, βγάλ’τους καφέ καὶ φώναξέ με ἄμεσα» ἐντέλλευσε κι ἄλλαξε ἔτσι τὸ χαμόγελο τοῦ ὑφισταμένου του σὲ δὲν εἶναι τῆς παρούσης.

Ἐλάχιστα μετά, στὸ γραφεῖο του, σὲ ὁμοίως ἄνετη καὶ παρ’ὁλίγον κρεβάτι πολυθρόνα, περιμένοντας, ἀγνάντευε ἀπ’τὸ μεγάλο ἀφυψήλιο παράθυρο τὰ λοιπὰ κτήρια τῆς περιοχῆς. Ξέφυγε τῆς ἀφηρημάδας, στράφηκε στὸ γραφεῖο καὶ ἤλεγξε τὴν ἀλληλογραφία του. Ἕνας φάκελλος (ὁ πάνω του γραφικὸς χαρακτήρας δηλαδὴ) ἀνάμεσα σ’ἄλλους τράβηξε τὴν προσοχή του. Τὸν ἀνέσυρε, τὸν ἄνοιξε καὶ γιόμισε ὁ χῶρος μὲ

Jus Primae Noctis.

Καίτοι στὰ ὅρια τῆς ἐμμηνόπαυσης, οἱ συνεχεῖς ἐναλλαγὲς τῶν θυομένων συζύγων τῶν ὑφισταμένων του, τὸν διετηροῦσαν σὲ μιὰ καλὴ φόρμα καὶ αὐτὴ ἡ καλὴ φόρμα ἀφιερωνόταν καὶ διοχετευόταν στὶς θυόμενες συζύγους τῶν ὑφισταμένων του. Αὐτές, δὲν τὸν ἐρωτεύονταν φυσικά, οὔτε συνέθεταν γιὰ χάρη του τραγούδια τοῦ καημοῦ ἄμα τῇ ἀπουσίᾳ του ὅταν π.χ. κάποια σύζυγος νεοπροσληφθέντος ὑπέβαλλε τὰ διαπιστευτήριά της, ἀλλὰ διέθετε τὸ κατιτίς, εἶχε αὐτὸ τὸ κάτι, τὸ ἐκ τῆς ἰδιότητός του ἐκπορευόμενο ποὺ ἂς ποῦμε γοήτευε (εἰδικῶς τὶς πιότερο ἀνασφαλεῖς σύζυγες) καὶ χρύσωνε τὸ χάπι τῆς χωρὶς συναίνεση νομῆς. Ἕνας φάκελλος, ὁ πάνω του γραφικὸς χαρακτήρας κρατοῦσε ἐκεῖ τὴν προσοχή του. Συνέλαβε τὸν ἑαυτό του νὰ παλεύῃ μὲ ἕνα ἄλγος θυμησιᾶς κι ἔψαξε φάρμακο. Ἄνοιξε ἕνα συρτάρι, ἔβγαλε ἕνα μπουκάλι μὲ κονιὰκ καὶ γέμισε ἕνα ποτήρι.
.
.
.

Μόλις καὶ ἐντελῶς εἶχε ἐκπληρωθῇ τὸ δέον. Τὸ μαράζι τῆς διείσδυσης εἶχε τακτοποιηθῇ μὲ μιὰ κρεβατικὴ πάλη καιρὸ ἀγόμενη καὶ φερόμενη, καθόλου μηχανικὰ ὡστόσο. Κυττούσαμε κι οἱ δύο στὸ κενὸ στὸ τέλος τοῦ δωματίου, κρύβοντας μιὰν ἀδικαιολόγητη ἀμηχανία, προσπαθοῦντες νὰ καταλαγιάσουμε τὶς καλπάζουσες ἀναπνοές. Ἡ Μιμίκα ἄναψε τὸ φῶς, ἀναζήτησε κάτι στὸ κομοδίνο, τὸ βρῆκε καὶ γύρισε σὲ μένα. Μοῦ πρόσφερε ἀντὶ τσιγάρου, τσίχλες καὶ τσιρότα νικοτίνης. Κόλλησα ἕνα στὸ μπράτσο μου, πάνω σὲ μιὰ πιπιλιᾶς της νεότευκτη μελανιά. Παρόλη τὴν ἀσήκωτη σκιὰ τοῦ νεκροῦ σπέρματος, μπόρεσα καὶ τὸ εἶπα. Γύρισα στὰ πλάγια, πάντα πρὸς αὐτήν, ἀνέλαβα ἐμβρυϊκὴ στάση, κόλλησα πάνω της καὶ ἔστειλα τὴν παλάμη μου στὸ μάγουλό της ὅπως θὰ χάιδευα κάποιο μικρὸ παιδί, κενός, παραιτημένος καὶ μακρυὰ ἀπὸ κάθε σκέψη καὶ ἐπιδίωξη ὑστερόβουλου μυαλοῦ καὶ βρώμικου σώματος. Ἄστραψε τὸ βλέμμα της πάνω στὸ δικό μου καθὼς τῆς ἔλεγα πώς:

βρικα στα ματια συ αφτο πυ εψαχνα κε ιμε ετιμος να προχορισο τιν ζοι μυ μαζι συ
~~~~~~~~~~
Εἶχε γεμίσει κι ἀδειάσει ἀρκετὲς φορὲς τὸ ποτήρι του μὰ τὸ πύον παρέμενε σὲ μιὰν τώρα δὰ ἀναμοχλευθεῖσα οὐλὴ στὸ μυαλό του. Παραξενευόταν μὲ αὐτὴν τὴν δερματόστικτη ἐμμονὴ καὶ θέλησε νὰ κινήσῃ πρὸς τὰ πίσω. Ἐνθυμούμενος τὰ τότε, θυμήθηκε τὴν ἀρχή, θυμήθηκε καὶ τὸ τέλος. Μὲ ξεκάθαρα τὰ δύο ἀκρότατα σημεῖα, ἄκουσε τὸν ἑαυτό του μεγαλόφωνα, νὰ τοῦ τὸ ὑπενθυμίζῃ ἐξόχως γιατρευτικά:

Ἀπὸ πίπα σὲ πίπα. Ἢ μήπως, σχέση τοῦ κώλου;

Διότι ἡ ἐργοδοσία, ἂν μὴ τί ἄλλο, γνωρίζει τὴν ψυχοσύνθεση τοῦ εἴλωτα, τοῦ παρία καὶ μὲ ποῖον τρόπο θὰ ἀγαπήσῃ ὁ σκλάβος τὴν γαλέρα. Κινήθηκες μέσα σὲ καλοσχεδιασμένα πλάνα ὥστε ἡ ἐργασιακὴ ῥουτίνα νὰ μὴν σὲ ἀγγίξῃ ἢ ἔστω ἐὰν σὲ ἄγγιζε νὰ τὴν θεωροῦσες παράπλευρο τίμημα. Κατὰ τὰ λοιπὰ κάθε γουργουριστὸ κι εὐχάριστο συναίσθημα μεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο πιπῶν, στὴν διάρκεια τῆς τοῦ κώλου σχέσης, ἦταν τὸ ἀποκύημα, ἡ ἐπήρεια ἑνὸς πλασῆμπο ἀψεγάδιαστα κι ἄριστα παρασκευασθέντος ἀπὸ τὸν capitán. 
 
 
 
 
 

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

γκάρισμα μαούνας mode - ἢ τῆς δραχμῆς ὅταν καν____

Ἀόρατα τὰ χέρια σου καὶ περνᾷς καὶ περνώντας ἀνθίζεις - ὁλόλευκο ἀνθάκι γιασεμιοῦ, ποὺ τὸ <γκάρισμα μαούνας>σεραφείμ σ' έφεραν στη γη το φεγγάρι αρμενίζει στων ματιών σου την πηγή. 1 */γκάρισμα μαούνας* γυρνάω ἀπὸ τὴν ἀνάποδη τὸ μίσχο νὰ ῥουφήξω μέλι, ὅπως <γκάρισμα μαούνας>Ξενύχτησα στήν πόρτα σου πόσο μαρέσει !  2 */γκάρισμα μαούνας* μοῦ μάθαιναν παλιὰ οἱ φίλοι μου στὴν γειτονιὰ <γκάρισμα μαούνας>Τη φλόγα σου δως μου και γίνε μου φως φωτιά μου εσύ κι αέρας 3 */γκάρισμα μαούνας* παίζοντας μῆλα καὶ "ἀγαλματάκια ἀκούνητα, ἀμίλητα <γκάρισμα μαούνας>Σαν την αγάπη την κρυφή 4 */γκάρισμα μαούνας* καὶ ἀγέλαστα. Μέρα ἢ νύχτα;" Ὀνειρεύομαι τὴν μέρα σου, πῶς ξυπνᾷς καὶ ἄραγε ποῦ καὶ λέω, ἂν ἡ νύχτα σου μὲ περιεῖχε, θὰ μὲ εὕρισκε ὁ ἥλιος ξάγρυπνο, Έχω να σε δω δυο φεγγάρια, δυο φεγγάρια να σε δω έχω να χαρώ τόσα βράδια, τόσα βράδια έχω να χαρώ Μάτια μου γλυκά μου μάτια μ 'έχεις κάνει δυο κομμάτια δεν αντέχει άλλο η καρδιά5 να ΄σαι μακριά... Μάτια μου γλυκά μου μάτια σου ΄χω βρει τα μονοπάτια να σε φέρουν πλάι  μου 6 ξανά... Πως να σ 'αρν...  7 γιατί δὲν θὰ μποροῦσα νὰ σὲ βλέπω νὰ μαζεύῃς Τα λόγια μου είναι μια γλυκιά προσευχή κουρνιάζουν έξω από το κλεισμένο σου παράθυρο 8 τὰ μαλλιά σου τὸ πρωὶ - καὶ ἀλήθεια ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ σοῦ λέῃ Ανατολή και Δύση τον κόσμο έχω γυρίσει, φως μου στην αγκαλιά σου μόνο δεν γνώρισα τον πόνο, φως μου Κλείσε την πόρτα με κλειδί κι άσ την καρδιά σου ανοιχτή μέσα σου πάλι να χαθώ να φωτιστώ να σταυρωθώ Ανατολή και Δύση τη... 9 μιὰ ἤσυχη καλημέρα τὸ πρωὶ καὶ νὰ παρακολουθῇ τὰ μάτια σου νὰ ἀνοίγουν, αὐτὰ τὰ μάτια ποὺ ἂν δὲν μάτια, θὰ ἦταν δυὸ στα δυο σου χέρια ψάχνω το φως. Τα λόγια γίνονται σκουριά κι η λέξη που θυμάμαι είναι που χτες με κράτησες σφιχτά κι είπες... 10 παγίδες κυνηγοῦ, νὰ πέφτουν μέσα τὰ πουλιὰ καὶ ἡ Εδώ σε θέλω στα δύσκολα 11καρδιά μου... Ἄχ, μικρό μου, ἂν σταματοῦσε ὁ Αχ τα μάτια σου 12χρόνος αὐτὴν ἐδῶ τὴν στιγμή, θά'μενε Κι ο πιο παλιός μου αμανές απ το βαθύ σου ύπνο θα ρθει να σε πάρει 13μόνο μιὰ κόκκινη τελεία στὴν μέση τῆς πόλης καὶ θἄταν Σαράντα μέρες, σαράντα κύματα μα δε με νοιάζει κι αν αργώ τώρα που ξέρω πως με περίμενες, τώρα που ξέρω πως θα σε δω. Απ' τη χαρά μου που θα σ' έβλεπα πάτησα πάνω στο νερό. Πάνω στη θάλασσα περπάτησα απ' τη χαρά μου που θα σε δω. Μετρώ τις μέρες, μετρώ τις ώρες, μετρώ τα βήματα. Μετρώ τις μέρες, μετρώ τις ώρε... 14 ἡ καρδιά μου κι εἶναι τὸ ἴδιο σὰν νὰ λὲς πώς, ἂν τώρα μέσα σὲ τόση βροχὴ περπατοῦσε κάποιος δίχως ὀμπρέλλα καὶ ἀδιάβροχο, θἄμουν ἐγώ, ἀνασαίνοντας Παραδέχτηκα και ζωή και θάνατο σ' ονειρεύτηκα σαν λουλούδι αθάνατο ...Κι άλλο δε φοβάμαι πια. 15 στὸ ἔμπα ἑνὸς καιροῦ βροχεροῦ καὶ ἀλλόκοτου, ποὺ λὲς θὰ κρατήσῃ γιὰ πάντα ἡ πρώτη φορὰ ποὺ σὲ εἶδα - ἂν Μονοπάτι μου, δυο τσιγάρα νότια για κρεβάτι μου. . .  16 μποροῦσες στ'ἀλήθεια νὰ κρατήσῃς κάτι δίχως νὰ σπάσῃ καὶ σπάζοντας ταυτόχρονα σὲ κομμάτια, θὰ ἦταν ἡ καρδιά μου Ο ήλιος εβασίλεψε η μέρα σκοτεινιάζει και το δικό σου πρόσωπο σαν το φεγγάρι μοιάζει...   17 φυλλομετρώντας τὰ μάτια σου σελίδα σελίδα ὣς τὸ τέλος τοῦ κόσμου, διαβάζοντας τὰ μάτια Τριανταφυλλάκι ζηλευτό που κρύβεις το αγκάθι αχ όποιος δεν σε μύρισε έχει πολλά να μάθει για σένα λέω.. 18 σου, κυττάζοντας τό πρόσωπό σου μὲ ἕνα πράγμα σὰν ἀναφιλητὸ νὰ τριγυρίζῃ στὸ χῶρο καὶ μέσα μου, καὶ λέω, πὼς ἂν κάτι μποροῦσα σήμερα νὰ κάνω, νὰ μετράω ὥσπου νὰ ξημερώσῃ τὰ Θα είμαι εδώ θα είμαι εδώ όποτε θες θα σου γιατρεύω τις πληγές θα είμαι εδώ. Πες μου για την ομορφιά που στα μάτια σου περνά για να μπορέσω να ζήσω..  19φυλλαράκια τοῦ δέντρου ποὺ περνᾷς Μίλα μου σαν την βροχή απ' το βράδυ ως το πρωί σαν μου μιλάς ανασαίνω.. Απόψε θά 'θελα να βγω στου κόσμου το μπαλκόνι να σου φωνάξω  20ἀπὸ κάτω καὶ ὅλες τὶς φορὲς ποὺ διασχίζεις τὸν δρόμο, προσπαθώντας Η γη ανθίζει εκεί που θέλει._  21τοὐλάχιστον νὰ φανταστῶ ποῦ νὰ πάτησες ἢ τί νὰ σκεφτόσουν πατώντας στὴν μία ἢ στὴν ἄλλη πλάκα τοῦ Πες μας, πού πας; - Μέσα στη φωτιά! 22 πεζοδρομίου, ποὺ ἔχει σίγουρα μεγάλη σημασία, γιατὶ ...Ξενιτειά μου, έρωτά μου, φως κι αυγή,πριν ραγίσει απ'το Σεβντά μου όλη η γη.. 23περνᾷς, καὶ πάλι λέω, πὼς ὅ,τι ἀνοησία ἔχω κάνει μέχρι σήμερα, τὸ ξέρω πὼς θὰ ξεγραφτῇ, γιατί σὲ ἐρωτεύτηκα καὶ γέμισε ἀπὸ σένα τὸ Έψαχνα χρόνια να σε βρω τώρα μαζί σου στο βυθό τα χω χαμένα, από το φως σου θα πιαστώ να αγγίξω λίγο ουρανό μέσα από σένα.. 24δέρμα μου σὰν μετάγγιση ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ἄστρων μέσα στὴν πιὸ νεαρὴ φλέβα ποὺ ἔχω, ὑπάρχεις καὶ εἶναι ὡραῖο νὰ τὸ ξέρω, νὰ τὸ ἀκούω καὶ νὰ τὸ βλέπω ἀπὸ μακρυά, νὰ τὸ ..ανασαίνει η πόλη τη μορφή σου γυρνάει μεσ' στο μυαλό μου η θύμησή σου....  25 ἀνασαίνω στὸν δρόμο τὴν ὥρα Μιλώ για σένα 26ποὺ ἔρχεται ἡ ἄνοιξη βρεγμένη σὰν κοριτσάκι ποὺ ἄργησε στὰ Μάτια μου όμορφα 27 ἀγγλικά, τὸ ξέρω καὶ πάνω ἀπ'ὅλα τὸ λέω ὅτι περνώντας τὸν δρόμο ποὺ κρέμομαι απ' τα χείλη σου κι είμαι στο έλεός σου 28βγάζει ἔξω ἀπὸ σένα -ἔρχομαι- σὰν νὰ μέ φέρνῃ μιὰ Θέλω να ρθω μα φοβάμαι 29ἀόρατη τσουλήθρα μπροστά σου μὲ ἕναν φόβο καὶ μιὰ τεράστια ἀγωνία, πῶς νὰ φαίνεται ἄραγε απόψε η σκέψη μου δε βρίσκει άκρη, απόψε λύγισε η αντοχή.. 30 στοὺς ἄλλους ἕνας ἐρωτευμένος, πῶς νὰ Είσαι αγάπη, είσαι στίγμα στην ψυχή...Με μισή αγάπη ποιος μπορεί να ζει; Εισ' ένα όνειρο, στις ταραγμένες σου ματιές ξεχνιέμαι, στα θαύματα στους πόθους σου ξενύχτης τριγυρνώ31μοιάζῃ κάποιος ποὺ βλέπει μόνο τὸ περίγραμμά σου, ὅπως σχηματίζεται ἀπὸ Δεν θέλω να γλιτώσω από τα όμορφα 32κάθε σκιὰ ἀλλοῦ , πῶς νὰ δείχνῃ κάποιος ποὺ νὰ και τούτη η μέρα ας μας βρει μ' αυτούς που αγαπούμε.. 33ἀκούῃ καλὰ τὸ "ῥὸ" ὅπως τὸ προφέρεις, ἀγγίζοντας τὰ σύμφωνα καὶ τὰ στρογγυλὰ φωνήεντα τῶν οταν νιωθεις μονος, να ξερεις πως η σκεψη μου θα σε συντροφευει...  33χειλιῶν σου; Γιατὶ ἐσύ, εἶσαι ταξιδέψαμ' αργά, σε κρεβάτια ζεστά μα θαρρώ πως ξυπνήσαμ' αργά. 34 ἕνα σχῆμα πρωινοῦ φωτός, ποὺ κάνει ..γι' αυτά που ήρθανε τόσο αργά μα τα πήρε η καρδιά με τα χέρια ανοιγμένα.  35λίγο νὰ βγῇ στὴν πίσω αὐλὴ τῆς ζωῆς μου σπρώχνοντας κι αν είναι αργά δεν είναι αργά για θαύματα... 36πρὸς τὴν φωταγωγημένη ἔξοδο, στὴν ἀλήθεια, στὸν ἔρωτα, ὅπως Τι να τον κάνω αυτό το δρόμο μπρος μου χωρίς εσένα για να γυρνώ  37 τὸν φαντάστηκα μὲ τὸ σχῆμα σου, τοῦ φωτὸς καὶ τοῦ προσώπου σου, ποὺ πρέπει Να κρυφτώ μες στη σκιά σου για ν'αγγίξω την καρδιά σου..   38νὰ εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ Καλέ μου είσαι ο ήλιος που ονειρεύομαι και τ' αστέρι που πορεύομαι 39φαντάστηκα, ἡ ἔξοδος πρὸς Θα προχωράμε μαζύ 40τὸ μεγάλο φῶς στὴν χώρα ποὺ Μη με αφήσεις εδώ πέρα να στοιχειώσω, από τα όμορφα δε θέλω να γλιτώσω. 41τὰ παιδιὰ μποροῦν νὰ πετοῦν καὶ ποὺ ὅλα ζοῦν γιὰ πάντα... Δὲν θὰ μποροῦσε θα`ναι καλύτερα λοιπόν στο σήμερα να ζήσεις42 νὰ γίνῃ τίποτε ἄλλο καὶ οὔτε αυτὸ θὰ πως πάνω απ' όλα μονάχα μετράει να μου χαμογελάς καθώς περνάει το χθες... 43 γίνῃ ἀπ'αὐτὸ ποὺ συμβαίνει ὅλον τὸν καιρό, κυττάζωντας γιὰ σένα μὲ ἕνα βαθὺ ..Πού ' ναι τα μάτια σου να δουν αυτό το δειλινό, πού 'ναι τα χέρια σου ν' αγγίξουνε τον ουρανό....44"ἂχ" ἂν θὰ μὲ δῇς ποὺ σὲ βλέπω, ἄχ, μικρό μου, ἄν ζούσαμε πολλὲς φορὲς καὶ ὄχι Δεν βγαίνει ο ήλιος πρωί, χωρίς τη συννεφιά σου δεν βρίσκει λόγο η καρδιά για να χτυπάει μακριά σου.. 45 μία, θά'βρισκα ὁπωσδήποτε ἕναν τρόπο νὰ τὸ πῶ, προτοῦ νὰ μὲ σκεπάσῃ - ἀλλὰ κι ἂν Γέλα ψυχή μου και κοίτα ψηλά σαν έρθει η ώρα θα έρθει απλά γέλα κυλάει ο καιρός.. Άλλη μια μέρα όπου να ναι θα περάσει και στη ζωστήρα τελευταία χαρακιά, άλλη μια μέρα μακριά σου καλέ, ... άλλη μια μέρα και γεια σου καημέ 46ἀκόμα μὲ σκεπάσῃ, ποιός θὰ φταίῃ ἄραγε ποὺ ἐρωτευόμαστε Να σου λερώνω το φιλί 47μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, ποιὀς νὰ κατασκευάζῃ τόσο μεγάλους φόβους, τόσο Ήθελα να 'μαι η αφή στην άκρη των δακτύλων σου ό,τι αγγίζεις να 'χει κάτι κι από μένα48φοβισμένους ἔρωτες καὶ τόσο σιωπηλοὺς χειμῶνες - θὰ τὸ βρῶ ἢ δὲν θὰ να 'μαι η πρώτη ρουφηξιά απ' το τσιγάρο σου κι η τελευταία η γουλιά απ' το ποτό σου.. 49 τὸ βρῶ; Περνώντας ὁ καιρὸς θὰ μὲ φέρῃ ἢ δὲν θὰ μὲ φέρῃ κοντά σου; Σὲ δέκα ἢ σὲ χίλια χρόνια λέω πὼς ἤδη μὲ ἔχει φέρει καὶ ὅλα τὰ ἄλλα δὲν ἔχουν καμία σημασία, ἐσὺ ἐκεῖ Έλα πάρε με μες στο βυθό σου να βρεθώ ν'αγαπηθώ να λυτρωθώ 50κάτω καὶ ἐγὼ πάνω οὔτε ποὺ μὲ νοιάζει καὶ στ'ὁρκίζομαι, Η νύχτα θέλει έρωτα 51ὅλα γίνονται σοφὰ κι ὑπάρχουν μέσα στὸ πιὸ σοφὸ σενάριο τοῦ κόσμου σὰν μωρὰ ποὺ θά'ρθουν ὅπου νἆναι στὸν κόσμο...



1 ( *ῥίμα* :  ῥάπισέ μου ἐπιτέλους τὴν ἀχόρταγή ‘μ’ πυγή!)
2 [καὶ πόσο διεγερτικὸ νὰ περιμένω μιὰ βράδυνη (sic) δραπετεσιά σου ἵνα παρακειμένως φίκων καὶ τζιρανιῶν νὰ σὲ καταπιῶ...]
3 εὐφημισμένος τρόπος ζητιανιᾶς πέους.
4 (τέως κρυφή... Εἶχε, πάντως, τὴν γλύκα του κι ἐκεῖνο)
5 (καρδιὰ ἢ νινάκι;)
6 (ἢ καὶ πίσω μου ἂν τὸ προτιμᾷς μοναδικάκι μου!)
7 (γκρακλίθκτριφλπ! Κάτσο! Διψήψιο ῥιχτεροσυσπασοτρέμουλο κατέκλυσε τὸ μαουνάκι μου! Φφφφφ!)
8 (Ἔι! Τὰ πουλιὰ κουρνιάζουν, ὄχι τὰ λόγια. Τὰ λόγια συνήθως, ἀράζουν στὸ στόμα. Ἀλλὰ χμμμ, καὶ τὰ πουλιὰ -ἐνίοτε- ἐκεῖ... Σλοῦρπ!)
9 (μέσα σου νὰ χαθῶ, μέσα μου νὰ χωθῇς κι ἔλα νὰ δῇς, ἔλα νὰ δῇς!)
10…κουνήσου κι ἐσὺ μωρὴ σκαρμούτσα!
11 (ἄνευ διολισθητικῶν ὑδρογονανθρακικῶν παρασκευασμάτων)
12 (ἄντε καὶ γαμήσου ῥὲ)
13 (πρὶν κι ἐγὼ σὲ πάρῃς, πρὶν ἐσὺ μὲ πάρω)
14 (τί χρόνος ἐχάθη... Κλίψ!)

15 (ἔλεος!)

16 (king size – στὸ χείλιο αὐλάκι)

17 ( *ῥίμα* :  κι ὁ στόμας μου τὸν ποῦτσο σου θέλει νὰ τὸν σκεπάζῃ)

18 (πρὸς τοῦτο καὶ οἱ πολύμηνοι δοκιμασίας κι ἐλέγχου, τί μὲ λὲς τώρα, ἐρασιτέχναι; Λιθαράκι λιθαράκι ἡ βλάχειος δουλοπρέπεια!)

19 (*ῥίμα* :   καὶ -γιατί νὰ τὸ κρύψωμεν; - ἀβάδιστα νὰ χύσω)
20 (οὐ οὐ! Ἔλα! Ἔλα! Ἔλα νὰ κάνουμε μπανάνννννα!)
21 (*ῥίμα* :   θὰ σὲ χορέψω ἄμα θές, μαγκιῶρο τσιφτετέλι)
22 (Τὸ νόμιζα δικό μου, φίλθισε πιά...)
23 (ἄαααργκ! Οὔι οὔι μάνα’μ’!  Πλημμύρισα, λέρωσα - ποιὸν καναπέ; - τ σύμπαν!) 
24 (χρόνια ἀναζήτησης, μοναδικὰ χρόνια)
25 (να μην σου προτάξω τον πωπό μου αφελέστατα και με δείρεις!)
26 (μοναδικῶς μοναδικός!)
27 (καὶ μοναδικά!)
28 (ὅοοοο,τι ὅ,τι ὅ,τι ὅ,τι θέλω;)
29 (size does scares)
30 (ἕτερόν τι ὅμως στέκει ἀλύγιστο!)
31 (*ῥίμα* :   καὶ ψάχνω διαθέσιμη ὁπὴ νὰ σοῦ γαμῶ)
32 (καὶ τὰ ξυνά.)
33 ἀφοῦ ἐν τῷ μεταξύ, εὑρέθησαν ἐρώμενοι καὶ ἐραστές.
33 (σὲ χαρτόνινο ἀεροπλάνων σακουλάκι)
34 (τί πόσος χρόνος ἐχάθη... Κλίψ! Σνίφ!)
35 (καὶ τὰ ἄλλα ἄκρα ἐπίσης ἀνοικτά...)
36  χάνεται ὅμως ἡ γραμμικότης τοῦ χρόνου μαζύ σου… Breaeaeaeaeaeaeaeaeaeathless!

37 (γυρνῶ μόνο ὅταν εἶναι νὰ ἀλλάξω στάση...)

38  (*ῥίμα* :  καὶ στοῦ Βύρωνα τὰ βράχη μπεγλερίζω τὰ κάκαλά σου)

39 ( *ῥίμα* : καὶ ἡ πνευματικὴ τροφὴ ποὺ ῥεύομαι)

40 (ἤτοι: θὰ πηγαίνουμε γαμιώντας. Ἢ θὰ βροῦμε τὸν δρόμο ἢ θὰ τὸν δημιουργήσουμε!)
41 [οὐάου! Ἐκιούνη (sic) ἡ Κυριακὴ! Ἐκείνη! Οὐάουυυυυυυυ!! Ουάου! Ρε συ! Ρε συ!!!!]
42 (*ῥίμα* :  κι ὡς ἔλεφας στὰ χείλη μου νὰ ξεροπετροχύσῃς!)
43 (*ῥίμα* :  πλύνω σε μὲ τὴν γλώσσα ἀφοῦ δὲ μᾶς χωρᾶει ὁ μπιντές)
44 (ποῦ κυττᾷς, ποῦ πιάνεις βρέεεεε! Ὄχι ἐκεῖ!)
45 (*ῥίμα* : κι οὔτε στεγνά, ἀσάλιωτα νὰ μείνουν τ’ ἀχαμνά σου)
46 (*ῥίμα* :   κι ἔλα ἀχόρταγα νά μοῦ γλύψῃς τὰ μεμέ)
47 (*ῥίμα* :   κι ἐσὺ τοὺς γλουτοὶ)
48 (ἀχαχαχαχαχάααααα!)
49 (ἄχ, αὐτὲς οἱ καταπιόλες!)
50 (ἔ ῥὲ λύτρωμα ἐκεῖ στὰ πέριξ τοῦ σκελοτρέμουλου!)
51 (πανταχόθεν - δυοὶν)




Δῇτε περισσότερα
Δῇτε περισσότερα
Δῇτε περισσότερα
Δῇτε περισσότερα
Δῇτε περισσότερα
Δῇτε περισσότερα
Δῇτε περισσότερα
Δῇτε περισσότερα
Δῇτε περισσότερα
Δῇτε περισσότερα
Δῇτε περισσότερα



***ἀντιγραφὴ ὅλα***



http://www.youtube.com/watch?v=irZlMWNabC4&feature=player_embedded




 

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

*Δὲν* θέλω!

Δὲν τὸ ἤξερα φυσικά, ἀλλὰ ἤμαστε πρὸς τὸ τέλος. Πρωὶ Κυριακῆς, Ἰούνιος μᾶλλον, μπορεῖ καὶ Μάιος, εἶχα ἀναλάβει τὸν δέοντα γιὰ θάλασσα ἐξοπλισμὸ καὶ περπατούσαμε ψάχνοντας παραλία, γιὰ νὰ βροῦμε κάποιο μέρος τῶν δικῶν της προδιαγραφῶν ἐφάμιλλο, τῇ κείνης ῥήμασι (σίκ) πειθόμενος.


Ἐντοπίσαμε λοιπὸν ἕνα μέρος ἢ μᾶλλον ὄχι, ἐκεῖνο μᾶς ἐντόπισε. Στὸ μέσον τῆς πορείας μας, πρὶν ἀπὸ τὸν κάποιο προορισμό, ἕνα πλασματάκι, οἱ θόρυβοί του μᾶς σταμάτησαν. Ἦταν ἕνας κλαυθμυρισμὸς γάτας, μικρῆς γάτας· ἕνα γατάκι ἔκλαιγε, παραπονιόταν μὲ αὐτὸν τὸν χαρακτηριστικὰ ἀσταμάτητο ῥυθμό. Σταθήκαμε λίγο καὶ ἀρχίσαμε νὰ ἀναζητοῦμε τὸν δράστη. Κάποια βάτα στὴν ἄκρη τῆς ἂς ποῦμε παραλίας, βάτα σὲ μέρος ἀνηφορικὸ ἔκρυβαν τὸν καπετὰν Φασαρία· δὲν φαινόταν πουθενά. Μὴ βρίσκοντάς τον, σταματήσαμε νὰ ψάχνουμε ἀλλὰ ἐλάχιστα μετὰ (μᾶλλον κάτι θὰ κατάλαβε κι ἐκεῖνος) τὸν εἴδαμε νὰ κατηφορίζῃ φοβισμένα καὶ βιαστικά, παράταιρα βιαστικὰ γιὰ τὸν φόβο του μάλιστα· προφανῶς ἡ πείνα καὶ ἴσως ἡ μοναξιὰ τὸν εἶχε ἀλλοπροσαλίσει. Ἦταν ἕνα κατάμαυρο γατάκι, ἀδύνατο, καχεκτικὸ καὶ βρώμικο μὲ συνεχεῖς νιαούρινες ἐπικλήσεις στὰ γεμάτα στομάχια μας – ἄλλωστε τὸν ἐνθάρρυνε ἡ προσέγγιση τῆς παρέας μου μὲ ὅμοια νιαουρίσματα. Εἶχε κάποιες μπὲζ πιτσιλιὲς στὸ πρόσωπο οἱ ὁποῖες τὸ ἔκαναν ἀκόμη πιὸ ἄσχημο· πεινοῦσε ὅμως καὶ μᾶς προγκάριζε τόσο ἀπαιτητικά – μπορεῖς νὰ ἀγνοήσῃς τέτοιας ψυχῆς ἐπικλήσεις;

Ἔτσι, ἁπλώσαμε ἐκεῖ τὰ πράγματά μας γιὰ τὸ μπάνιο. Δὲν βουτήξαμε ποτέ. Ἀσχολούμαστε κυρίως μὲ τὸ γατί, προσπαθήσαμε νὰ τὸ ταΐσουμε μὲ ἕνα κακιᾶς ὥρας κουλούρι, λίγο νερό, ὅ,τι μᾶς βρισκόταν… Δὲν τ’ἀντιμετώπισε μὲ ἐνθουσιασμό, παρότι ἦταν ἄφαγο. Φαντάζομαι πὼς θὰ ἤλπιζε καὶ προσέβλεπε σὲ περαιτέρω ἀπλοχεριά μας.

Μὰ ποῦ ἦταν ἡ μαμά του;

Τόσο μικρὰ δὲν ἀπομακρύνονται πολὺ κι ἂν τὸ κάνουν, σύντομα ἡ τροφός τους ἔρχεται καὶ τὰ μαζεύει. Ἤμαστε ὥρα ὅμως ἐκεῖ καὶ κανεὶς δὲν εἶχε φανεῖ…

Θὰ τὸ πάρω! Θὰ τὸ πάρω ὅταν φύγουμε, θὰ τὸ ταΐσω καὶ μετὰ θὰ τὸ στείλω μαζὺ μὲ τὰ ἄλλα γατιὰ στὸ ἐξοχικό. Ἔτσι ἀποφάσισε κι ἔτσι ἔγινε. Ἐπισπεύσαμε μάλιστα τὸ μπάνιο –ὅπερ ποτὲ δὲν ἐγένετο– καὶ φεύγοντας φυλάξαμε στὸν κόρφο μας τὸν ἱκέτη.

Γυρνώντας σπίτι, τὸ περιορίσαμε μὲ τὸ φόβο τῆς φυγῆς σὲ ἕνα μπαλκονάκι, τοῦ βάλαμε νερό, λίγο τυρὶ καὶ γάλα. Τὸ κλάμμα δὲν σταματοῦσε ἀλλὰ μειώθηκε ὥσπου δὲν μᾶς ἐνοχλοῦσε καθόλου. Τὸ κυττούσαμε προφυλαγμένοι πυκνοῦ κοσκινακίου καὶ ζηλεύσαντες τὸ γεῦμα του, πήγαμε γιὰ τὸ ἡμέτερο. Φάγαμε κι ἐμεῖς, καθόμασταν γύρω ἀπὸ τὴν θράκα, τσιμπώντας ὅ,τι ἐτοιμαζόταν, ἤρθαμε κοντά, μετὰ ἀπὸ καιρὸ ἀρκετὰ κοντὰ τόσο κοντὰ ποὺ ἡ παρέα μου ἀγχώθηκε μήπως μοῦ μπαῖναν τίποτε ἰδέες καὶ ἴσως ἔτσι ἀθετοῦσε μιὰ κάποια σάρκινη ὑπόσχεσή της στὸν ὁσονούπω. Φροντίσαμε γιὰ κάποιες τρυφερὲς ἵνες κρέατος καὶ ἀφοῦ ἀποφάγαμε, πήγαμε στὸ γατόνι καὶ τοῦ ἀνανεώσαμε τὸ γεῦμα μὲ πολλὲς πρωτεΐνες αὐτὴν τὴν φορά.

Ἦταν ἀπολαυστικὸ τὸ θέαμα, πολὺ γλυκό· ἕνα γατὶ ποὺ μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγο ζητιάνευε γιὰ φαγητό, πλέον γλεντοῦσε κρέας – πῶς θἄνοιωθε ἄραγε; Τὸ βλέπαμε κρυμμένοι πίσω ἀπὸ ἕνα παράθυρο, μὲ τὰ χέρια μου στοὺς ὤμους της ἤμουν ἔκθετος στὴν ἀκτινοβολία μιᾶς εὐδαιμονίας, θνήσκουσας φυσικά, ἀλλὰ ποιός στέργει ἄγγελο κακῶν ἐπῶν;

Τὸ (μικρὸ) ὑπόλοιπο τῆς ἡμέρας πέρασε γύρω ἀπὸ τὸ γατί μὲ παιγνίδια καὶ διαχυτικότητες - ἀποκλειστικὰ πρὸς αὐτό. Διαχυτικότης πρὸς κάθε ἄλλο ἀποδέκτη ἴσως γινόταν αἰτία νὰ ἀφυπνίζονταν παλιὰ πάρεργα καὶ ἔτσι νὰ ἀθετοῦντο κάποιες δεσμεύσεις πρὸς τὸν ὁσονούπω. Τὸ γατίνι εἶχε ἐξοικειωθῇ  -ὅσο γινόταν- μὲ τὸν χῶρο, μὲ ἐμᾶς καὶ τὸ χαζεύαμε. Τοῦ δώσαμε μάλιστα καὶ βραδυνὸ λίγο πρὶν νὰ φύγουμε – δὲν θὰ διανυκτερεύαμε ἐκεῖ παρὰ τὰ γιὰ καιρὸ ἀντιθέτως συμβαίνοντα – τίς οἶδε γιατί ἡ ἀλλαγή, ἴσως μιὰ ἀναζήτηση τζοῦρας νυκτερινῆς ἐπαφῆς μὲ τὸν ὁσονούπω σὲ βιαστικὲς καὶ βραχεῖες προοϊκονομίας συναντήσεις τὴν ἔκαναν νὰ θέλῃ προαναχωρήσεις.

Βολέψαμε τὸ γατὶ σὲ μιὰ παλιὰ μπλούζα, σχεδὸν ὁλόκληρο τὸ καλύψαμε περιορίζοντάς το καὶ ἄραξε στὴν ἀγκαλιὰ τῆς συνοδηγοῦ. Φύγαμε. Εἶχα μιὰ φοβία μήπως καὶ φρικάριζε καθ’ὁδόν, σὲ περιβάλλον τόσο ξένο γι’αυτό, τοῦ εἶχαν συμβῇ πάμπολλα περίεργα ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Ἦταν ὅμως ἤσυχο. Σὲ κάποιες στάσεις μας σὲ φανάρια τὸ κύτταζα, προσπαθοῦσα νὰ τὸ διακρίνω μέσα ἀπὸ τὰ γύρω του ὑφάσματα. Φαίνονταν μόνο τὰ μάτια του καὶ λίγο ἀπὸ τὸ προσωπάκι του· μὲ κύτταζε ἀκίνητο, μὲ ἐλαφρῶς φοβισμένη ἔκφραση, μὲ κυττοῦσε μὲ ἕνα ἀφύσικα πολὺ προσηλωμένο ὕφος, σὰν νὰ ἔβλεπα ἕνα εὐχαριστῶ του, μπορεῖ, μὲ μαγνήτιζε τὸ βλέμμα του, σχεδὸν ἀνθρώπινο, ἔβγαζε ἕνα παράπονο, μιὰν κατήφεια, μιὰν ἀπορία, μιὰ μελαγχολία, μιὰ λιγωσιά ἀλλὰ καὶ μιὰ τρυφερότητα, μπορεῖ καὶ νὰ μάντευε κάτι, ἴσως νὰ εἶχε ἐπηρεαστῇ ἀπὸ τὴν θλιβὴ Κυριακή, πιθανῶς νὰ μοῦ συμπαραστεκόταν, ποιός ξέρει; Στὸ γατὶ διέκρινα ὅλα ἐκεῖνα τὰ συναισθήματα ποὺ εἶχα καιρὸ νὰ δῶ σ’αὐτήν. Στὰ φωτεινὰ μάτια του ἐκεῖνες τὶς στιγμές, θυμήθηκα παλιὲς φορὲς ἀχνῶν καὶ παραμελημένων ὑποσχέσεων, ἀγχωμένης κι ἐσωστρεφοῦς συμπεριφορᾶς, περιπαικτικῆς καὶ ἀποκαρδιωτικῆς διάθεσης. Στὰ μάτια του, στὰ μάτια ἑνὸς γατιοῦ. Δὲν γίνεται νὰ ξεχάσω ἐκεῖνες τὶς στιγμές.

Τὴν ἑπομένη, τὴν κάλεσα καὶ ἀμέσως κατάλαβα ὅτι κάτι δὲν πήγαινε καλά. Σχεδὸν ἔκλαιγε ὅταν μοῦ εἶπε ὅτι τὸ γατὶ χάθηκε, ἀναθεμάτιζε τοὺς γύρω καὶ τὴν δεισιδαίμονα πρόληψη σχετικὰ μὲ τὶς μαῦρες γάτες, προσπάθησα νὰ τὴν παρηγορήσω λέγοντας ὅτι θὰ ἐπιστρέψῃ ἀργὰ ἢ γρήγορα ὅμως αὐτὴ κοφτὰ καὶ κατηγορηματικὰ μοῦ εἶπε ὅτι δὲν θὰ γυρίσῃ πιά

Ἦταν τέτοιο τὸ ὕφος της, ἡ ἐπικοινωνία μας ποὺ ἔνοιωσα ἐγὼ ὑπεύθυνος γιὰ τὴν ἀπώλεια. Ἔκλεισα πλήρης ἐνοχῶν καὶ μοῦ πῆρε καιρὸ γιὰ νὰ τὴν ξανακαλέσω. Ἴσως στὴν ἀποχή μου νὰ συνείσφερε καὶ μιὰ ζήλεια προκληθεῖσα ἀπὸ τὰ χάδια καὶ τὴν προσοχὴ πρὸς τὸ γατὶ καθὼς ἐπίσης καὶ γιὰ τὰ τόσο ἔντονα καταλογιζόμενά της λόγῳ τῆς ἀπώλειας. Ἐὰν τελικῶς ἰσχύουν τὰ ἀπανατολίτικα καὶ τὰ πυθαγορικά, σὲ μιὰ ἑπόμενή μου περατζάδα ἀπὸ’δῶ, θἄθελα νἄρθω σὰν γάτος. Διότι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν περιστέρια ἀφοσίωση, σὺν τοῖς πολλοῖς πολλοῖς ἄλλοις δὲν θὰ ἀντιμετωπίζω χλεύη καὶ λοιδωρία γιὰ τὰ σ’ὤμους καὶ παρειὲς δήγματα. Εἶναι ἄλλωστε ἕνας τρόπος νὰ δείξῃς τὴν εὐχαρίστησή σου       γιὰ τὸν ὁσονούπω.



http://vangelakas.blogspot.com/2010/10/blog-post_06.html

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

fame!







http://vangelakas.blogspot.com/2010/09/fame.html

Ντισκλέημερ λέγω


http://vangelakas.blogspot.com/2010/09/blog-post.html

ὅλως τυχαίως

Σβηνόταν ὁ χρόνος καὶ ἐκφυλίζονταν τὰ ὅριά του ἐδῶ στὸ Δορκαδονήσι κι ὄχι μόνο λόγῳ τοῦ ἀλήτη ἥλιου ἢ τῆς μυρωδιᾶς τῆς θάλασσας – ήθελα πολύ να αδειάσω, το είχα ανάγκη.....

Ἡ Ἕντεκα ἦταν τὸ φάρμακό μου, ἐσαεὶ πρόθυμος νὰ συνοδοιπορίσῃ σὲ κάθε μου ἀπόφαση, ἡ Πέντε ὡς εἴθισται σοβαρὴ κι αὐστηρὰ μὲ ἔκρινε ἀλλὰ μὲ πολλὴν ἀνοχὴ καὶ κατανόηση τὴν φορὰ αὐτή. Συζητούσαμε, συνεβούλευαν, ἀπεφασίζα, κυρίως δὲ ἐξιστοροῦσα καὶ ἀφηγούμην, πέριξ κυλίκων νηφελοκοκκόζωμου καὶ μάλιστα εἴχομεν ἐκπονήσει καὶ τὸ διὰ ταῦτα.

Ἀκούγοντάς με νὰ ἀπαντῶ στὸ τηλέφωνο, νὰ λέω ποῦ εὑρίσκομαι μεθ’ ὁδηγιῶν μάλιστα γιὰ τὸ πῶς μπορεῖ νὰ ἔλθῃ τις, ἀντελήφθησαν. Ἠγέρθησαν ἐξαπινιαίως, δὲν εἶπον οὐδὲν παρὰ μόνον ἐνθαρρυντικῶς μὲ κύτταξαν κι ἀπεχώρησαν.

Ἔμεινα μόνη καὶ σύγκορμα ἐταράχθην λόγῳ βεβαίως τῆς ἀναμονῆς (50 μόλις μίλια μᾶς χώριζαν…) κι ὅ,τι θὰ ἐπηκολούθει· οἱ σφυγμοὶ κραύγαζαν, κόμπος ἐγκατεστάθη στὸ στομάχι κι εἷς τὸν ἀνήξερο ποιὼν παλαμιαῖος ἵδρως ἐζήτει λεπτομερείας. Ἀφέθην ἱαματικῶς στὴν θέα τοῦ Μυρτώου ἥτις συνοδευομένη τῆς ἰούλιας αὔρας μὲ ἡμέρευε, μὲ ἠρέμευε…

Ἀρκετὲς στιγμὲς κατόπιν ἀλλὰ μία σκέψη μετά, ἤκουσα τὰ βήματά του καὶ τὴν καρδιά μου νὰ γρηγορεύῃ. Συνεκράτησα τὸ βλέμμα μου στὴν θάλαττα κι σφράγισα τὰ ὄμματα υἱοθετοῦσα πλῆρες ἡδυπαθείας ὕφος. Ἐστράφην αὐτῷ ὅταν ἔσβησαν τὰ προσεγγίζοντα ἴχνη· ἦταν ἀπὸ πάνω μου καὶ τοῦ χάρισα ἕνα συγκρατημένο μειδίαμα μὲ ψῆγμα ἀνυπομονησίας.

Κάθησε παρ’ ἐμοῦ καὶ παρήγγειλε. Ὁ ἥλιος πέρα, προσέγγιζε τὸ ὕδασι εἴδωλό του δημιουργὼν ἁλουργεῖς ἐπιφανείας. Νέφη τινά, εἰς ἀκατανοήτους σχηματισμοὺς συνεχῶς μεταβαλλομένους λόγῳ τοῦ ἀέρος, διέκοπταν τὸ ὑακίνθινο τοῦ οὐρανοῦ καὶ προσεπάθουν νὰ διατηρήσουν ἐκεῖ τὴν προσοχή μου. Εἰς μάτην...

Ὁ κόσμος ἔφυγε σιγὰ σιγά, μείναμε σχεδὸν μόνοι· πλὴν ἑνὸς ἄλλου ζεύγους σὲ μιὰν ἄκρη τοῦ χώρου.

Συμβαίνει… μοῦ εἶπε λιτῶς, λακωνικῶς ὡς ἄλλως τε ἐπέβαλλον τὰ μέρη…

Συνέβη τὸν διόρθωσα καὶ χαμογέλασα ἀναβλέπουσα αὐτῷ ἄνευ στροφῆς τῆς κεφαλῆς· παρὰ μόνον τὶς κόρες μου ἔστειλα στὸ ἄκρον τῆς κόγχης τῶν ὀφθαλμῶν πρὸς τὸ μέρος του.

Τὸ ἀπομεῖναν ζεῦγος, ἀπογευθέν, ξεκίνησε νὰ φύγῃ - μᾶς ἄφησε μόνους. Τότε, ἐξόχως χαμαιτυπικῶς ἀντελήφθην ὅτι ἔπρεπε, μοῦ ἔπρεπε.

Σηκώθηκα καὶ τὸν κύτταξα ἐπίμονα μὲ ἕνα ἀνέκφραστο καὶ κενὸ βλέμμα. Τὸν προσέγγισα, ἔσκυψα ἐνώπιόν του καὶ κάθησα στὶς κνῆμες. Ἄφησα τὸ κεφάλι μου στὰ σκέλη του ὡς ἔκθετον μειράκιον, χρείαν ἔχον προστασίας τε καὶ στοργῆς καὶ ἄρχισα νὰ τρίβωμαι πάνω του. Νοιώσασα τὶς χεῖρες του θωπεύουσες τὴν κόμη μου, διέκοψα τὴν τριβὴ στὸ σημεῖον του ὅπερ ἔνοιωθα ὡς τὸ πλέον ἀνταποκριθέν. Ἄνοιξα τοὺς ὀφθαλμούς μου, τὸν κύτταξα ἔτι ἅπαξ καὶ εἰδὼν τὸ θέλω του νὰ ξεχειλίζῃ πανταχόθεν, ἐξηκολούθησα. Ἐστράφην στὸν γναμπτήρα τῆς περισκελίδος του καὶ διὰ τῶν ὀδόντων μου τὸν κατηφόρισα. Ἀδιαλείπτησα αὖθι τὸ χάδι διὰ τὼν παρειῶν μου ἐντυπωσιασθεῖσα μὲ την θέρμη τῆς θελήσεώς του. Ῥάδιον λίαν νὰ μὴν ἀνελίξω τὴν προσπάθειά μου, πρὸς τοῦτο βούτηξα τὰ χείλη μου εἰς τὸ ἐρεβῶδες σημεῖον. Αἱ χεῖρες μου μὴ δυνάμεναι νὰ ἀνθέξουν τὸ ἡδονικῶς κλιμακούμενο, τουτοσὶ τὸ ἀκροποδητὶ ἱμέριον, κατὰ τ’ ἄλλα μυσταγωγικόν, συνέδραμον. Ἔφερα(ν) στὸ φῶς τὸ ποθούμενον τὸ ὁποῖον δι’ ἐλάχιστον παρέμεινε στὰ πεδία τοῦ τὰ πανθ’ὁρά. Ἄνοιξα τὸ στόμα μου σὲ μιὰν προσευχὴ καὶ τοῦ ἀλήθευσα τὴν ποσότητα τῆς θελήσεώς του ἡ δὲ γλῶττα μου σὲ συνεχεῖς ἀσπασμοὺς ἀνέδειξε τὴν ποιότητα τοῦ θέλω του.

Αἱ χειλόγλωσσαι μαλάξεις συνεχίζοντο σὲ ῥυθμὸν ἀενάως ἐξελισσόμενον ἐκμαιεύουσαι μιὰν ἀνθηρὰν μεγαλοπρέπειαν ἥτις μοι λέρωνε τὸ φιλί. Προσεπάθουν νὰ τοῦ δῶ τὴν ἔκφρασιν καθὼς ἐν στόματι τὸν ἔσχον ἀλλὰ δὲν ἐδυνάμην, τοῦ ἄκουγα ὡστόσο τοὺς μυγμούς, τοὺς γογγυσμούς, καὶ φανταζόμην τὰ πλήρους ὀχείας χαρακτηριστικά του.

Μὲ σφραγισμένους ὀφθαλμοὺς ἀπελάμβανα τοὺς σιωπηλοὺς λαρυγγισμούς μου ἐπὶ τοῦ μεγαλοπρεποῦς μυὸς τὸν ὁποῖον ἔκρυβα οὐρανίσκῳ μὲ μιαρὰ συναισθήματα ἰδιοκτησίας. Ὥσπου τὸν κύτταξα, οὐχὶ καλῶς – δὲν φαινόταν σύμπασα ἡ μεγαλορρημοσύνη του, ὄθεν κίνησα τὴν κεφαλὴ ἐς τούμπαλιν καὶ ὀλίσθησα εἰς τὴν αὐτὴν κατεύθυνσιν τὴν γλῶσσα καὶ τὰ χείλη μου χωρὶς νὰ παύσω τὴν ἐπαφή. Τὸν εἶχα μπροστά μου, σημάδευε τὸ τρίτο μου μάτι καθὼς ἀνέλαβα μὲ ὅμοιον πυρετὸν τὸ σημεῖον τῆς βάσεως, τὸ λίκνο τοῦ εἶναι του.


Μετ’ ὀλίγον, θέσασα τὶς χεῖρες μου ἐς ἔδαφος, διέκοψα πᾶσα λείχασιν. Τὸν κύτταξα ἀλλὰ οὗτος δὲν ἄδραξε τὸ βλέμμα μου. Ἐκύττει ψηλὰ καὶ συνεταράσσετο μὲ βαριὲς ἀνάσες. Ἐστάθην στὸ ὄρθιο καὶ περίπυστο ὄργανόν του καὶ ἀνέλαβα θέσιν. Τὰ χείλη μου ἀγκάλιασαν τὴν στιλπνὴ βάλανο του καὶ μουρμούρισα ἕνα παλαιὸν ᾆσμα. Ἡ γλῶττα μου σχεδίαζε ἐπ’αὐτῆς, βουδηστροφηδόν, τὸ σ’ ἀγαπῶ στὶς κοῖλες ἐπιφάνειες τῆς κατερρύθρου καὶ κάθιδρής του. Μὲ ἔστειλα κατόπιν, στὸ ἀπερίτμητο σημεῖον του κι ἀφῆκα ἐλεύθερες ἄπειρες χρυσαλλίδες νὰ τοῦ τὸ ψαύσουν.

Ἄνευ τῆς παραμικρᾶς βοηθείας ἐκ τῶν χειρῶν μου αἵτινες παρέμενον στὸ πάτωμα, ἐγκατέλειψα τὰ ὑψηλὰ μέρη τοῦ φαλλοῦ του καὶ ἀργὰ - ὅσο ἔπρεπε ἀργὰ ὥστε νὰ αἰσθανθῶ (καὶ αἰσθανθῇ) σὲ ὅλη της τὴν μεγαλοπρέπεια καὶ μὲ πᾶσα λεπτομέρεια, τὴν λείχινη συνουσία (ἀλλὰ ὄχι τόσο ὥστε νὰ ἀπωλεσθῇ ὁ ρυθμός) συνέχιζα πρὸς τὰ κάτω. Ἀφικνουμένη στὰ πλουτώνεια μέρη τοῦ μορίου του, ἐκροφοῦσα τὰς ἀνατολὰς τοῦ ὀσχέου του καὶ περσεφονικῶς ἐπανερχόμην ἄνω τηρῶσα εὐλαβικῶς τὴν αὐτὴ διάρκεια. Τοῦτο, ἡ μητρικῇ ἐνσίελος κάτω καὶ ἄνω ἄνω καὶ κάτω κάτω καὶ ἄνω κηδεία τοῦ δόρατός του συνέβη πολλάκις καὶ σὺν τοῖς ἄλλοις, ἀπελάμβανα τὶς μεταλλαγὲς τῆς χροιᾶς τῶν οἰμωγῶν του. Ἔστειλα τὶς παλάμες μου στὸν θώρακα καὶ τὸν γαστήρα του ὅστις ἐναλλὰξ ἔσφιγγε καὶ χαλάρωνε, χαλάρωνε τὶς στιγμὲς τῆς ἡδείας ἐκπνοῆς στεναγμῶν.

Δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ χαλάσῃ τὴν στιγμὴν κάποια κλῆσις κι ἕνα μήνυμα ὀλίγον μετά. Τοὐναντίον· μαντέψασα τὸν καλούντα συνέχισα ἔτι μαινομένη τὰς μαλάξεις στὸ εὔγραμμο στῆθος του καὶ λυσσαλέως τρικυμίασα τὸ ὑπ’ ἐμοῦ ὀρεγόμενο ὄργανό του στὸν ξενιστή του. Ἡ χείρ του ἄδραξε προειδοποιητικῶς τὸν ὦμο μου καὶ ἐλάττωσα τὴν μονῳδία.

Ἔθεσα τὶς χεῖρες μου ὑπὸ τοῦ γόνυ καὶ βράχυνα τὴν ἐμμέλεια μὴ ἐγκαταλείψασα βεβαίως τὸ ἄρτιον τῆς συχνότητος τῆς πεολουσίας. Ἐξηκολούθησα ἀντιληφθεῖσα ὡστόσο ὅτι τὸ πέρας δὲν ἔκειτο μακράν. Ἡ γλῶττα μου ὑποχθονίως μάλαζε τὴν κεντρικὴ φλέβα, ὡς αὖλαξ τὴν ἐκάλυπτεν, τὴν φανέρωνε, ἀδιαλείπτως, βραδέως καὶ σχολαίως. Ἐλάχιστα μετὰ τὴν ἠσθάνθην νὰ διαστέλλῃται. Εἷς κόμπος τὴν διέτρεξεν ἀπ’ἄκρου εἰς ἄκρον καὶ ἀπολήξασα ἔνοιωσα ὑγρὲς μηνῶν ἐπιδοκιμασίες καὶ ἐμμονές. Περάτωσα κι ἐγὼ τὴν κίνησή μου καὶ κατέσθησα ὅλον τὸ ὑπόχρουν ἀπωθημένο του αἰσθανομένη ἕναν πλήρη καὶ ὑγιῆ ἔρωτα, πρωτόφαντο, ἀξεπέραστο καὶ κατάδικό μου! Ἴσως καὶ μοναδικό μου!

Ἀργώτερον, ὅτε ἤδη εἴχομεν ἐπανέλθει εἰς τὴν προτεραίαν θέσιν καὶ κατάστασιν ἡμῶν μὲ χαμόγελα τρυφερότητος ἀντέδρασα στὴν (ἀχρείαστη ναί!) δικαιολογία του περὶ βραχείας διαρκείας· ἡ ἰδανικὴ πεολειχία, ἔφα, εἶναι ἡ ἄνευ χειρῶν. Τοιουτοτρόπως μαρτυρᾶται μιὰ ὑψιπετὴς ἐμπειρία ἥτις πραγματοποιουμένη ἐξάπτει, ἐκφλέγει τὸν ἄνδρα καὶ τὸν κάνει νά περατώνῃ προώρως… Ἂχ γιατί προώρως νὰ μὴν ἔχουν γίνει τόσα ἄλλα ἀκόμα; Ἔστω… Κάλλιο ἀργά…



http://vangelakas.blogspot.com/2010/08/blog-post_31.html



Lust at last!

Θέλω ὁμοῦ νὰ δοῦμε τὸ λυκαυγὲς καὶ τὴν ἀνατολὴ

στὴν γέννα τῆς μέρας νὰ πνίξω ἕνα σου φιλὶ

στὸν ὦμο σου ἀφημένη, μὲ ἀνάσες κοινὲς

ὁ χρόνος νεκρός, πουλιὰ προσευχὲς


Θέλω μαζύ σου νὰ χαρῶ τὴν ἀνατολὴ

προτοῦ ἡ πόλη ἀρχίσῃ νὰ θορυβῇ

πρὶν τὰ μουγκρητὰ ἀπὸ τὰ ἀπορριματοφόρα

νὰ γείρῃς ἐπάνω μου σὰν θερμοφόρα.


Πρίν μαζέψουν λεμονόκουπα καὶ ἐρυθρὴ σερβιέτα

πρὶν βγοῦν οἱ σκουπιδιαραῖοι γιὰ δουλειὰ

νὰ ἀφεθοῦμε ἐγὼ κι ἐσὺ σ’ἀγκαλιὰ

σ’ ὅ,τι καιρὸ λαχταρούσαμε· δὲν εἶναι πιὰ ξεπέτα


Πλεγμένα τὰ δάκτυλα

σφιχτὲς ἀγκαλιὲς

δάκρυα χαρᾶς

ἠδονῆς γουλιὲς


Ἀγάπη παραληρηματικὴ

μὲ τόσο κόπο πλασμένη

χρόνο πολὺ σ’ἀναμονὴ

κι ὁ πόθος περιμένει


Θέλω μαζὺ νὰ δοῦμε τὸν οὐρανὸ

μὲ προσευχὲς γιὰ σένα καὶ γιὰ μένα

σὲ ἰκέα κρεβάτι μὰ καθόλου φτηνὸ

σὲ σύμπλεγμα μαιανδρικό,

τὰ πόδια μας πλεγμένα


Ὅ,τι ἔχω καὶ δὲν ἔχω δίνω

ἀπὸ τῆς τραπέζης μου τὸν λογαριασμὸ

γιὰ νὰ βρεθῶ καλό μου γουργουρίνο

στοῦ μάτσο κορμιοῦ σου τὸν βυθὸ


Θέλω μαζύ σου νὰ χαρῶ τὴν ἀνατολὴ

τοῦ ἔρωτά μας τὴν ἀνέκαθεν πληγὴ

στεντόρεια νὰ σοῦ φωνάξω

πὼς ἀπ’ἀγάπη θέλω νὰ κλάψω


Μαλακίες λέω...

Μπορεῖ νὰ μ’ἀκοῦς νὰ σοῦ ψιθυρίζω...

Πὼς θέλω ὁμοῦ νὰ δοῦμε τὴν ἀνατολὴ

μὰ ἀλλοῦ στραμμένη ἡ μου προσοχὴ

καὶ ὅ,τι σοῦ ὁρίζω:


ἀντὶ γιὰ τὴν ἀνατολή...

θέλω νὰ σκύψω καὶ νὰ καταπιῶ τὸ φλεβάτο σου καυλί.



http://vangelakas.blogspot.com/2010/08/lust-at-last.html

Λὰβ λὸβ

Σημείωμα;

Ῥαβασάκι;

Ῥαβασάκι!

Γιὰ μένα εἶναι;

Γιὰ μένα;

Μωρό μουυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυ! Τί γλυκό! Λιώνωωωω!

Γιὰ νὰ τὸ διαβάσω:



Στὸν καλό μου, ἀπὸ τὸ ἕταιρό του ἥμισυ:

Πολλὲς φορὲς ὁρκίστηκα
νὰ φύγω μακρυά σου
μὰ τὰ βαριὰ ἀρχίδια σου
μὲ ἔλξαν στ’ἀχαμνά σου



Μικρό μουυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυ! Πάνγλυκο συντροφάκι μου, γουργουρικό μου ἐρωτάκι, ἀτέλειωτο ἀπεραντάκι μου, μοναδικό μου δικάκι, πανέμορφο ἀστεράκι μου, καρυατιδικό μου ἀγαπάκι, χρυσὸ καστοράκι μου, ὑπέρτατό μου πιτίνι, ἀπίστευτο ἐρνεστινάκι μου, παντοτινή μου μούσα, ἀγλαὸ ποιητάκι μουυυυυ, ἐσὺ ἰλόνα μου! Ὑπέροχο! Ἀξεπέραστο! Θεσπέσιο! Ἀνυπέρβλητο πόνημα προσήλωσης, ἀγάπης, ἀφοσίωσης, λατρείας, πόθου, ἔρωτα ὅπως μόνον ἐσὺ μπορεῖς νὰ δίνῃς! Ἄχ! Πολλὰ ἀγαπῶ σε, πόσο τυχερὸς εἶμαι ποὺ σὲ ἔχω ῥὲ γαμῶ το!

Καὶ δὲν μὲ λές… Τὸ ἕταιρο ἥμισυ, γιατί τὸ ἔγραψες ἔτσι;

Ἔ; Ἠθελημένα ἐγράφη; Ἀχαχαχαχαχαχαχαααααααααα!

Ἐντάξει τότε! Ὁρίστε μάνα’μ’. Σοῦ ἀφήνω στὸ κομοδινάκι, κάτω ἀπὸ τὸ πορτατίφ σαράντα εὐρώ – τόσο δὲν εἶναι, μπὰ’ κι ἔχω ῥέστα; Ἄχ, ἦταν πολὺ ὡραῖα! Μερσί μποκοῦυυυ! Τί ὥρα σχολᾷς νἄρθω νὰ σὲ πάρω νὰ πᾶμε γιὰ κἄνα ῥυζόγαλο;



http://vangelakas.blogspot.com/2010/08/blog-post_24.html

Ἀγάπη μικρὴ

Πόρτα, κλειδί, εἴσοδος. Σπίτι – ἐπιτέλους; Μυρωδιά κλεισούρας καί σκοτεινά.

Ἀτάκτως καί χύδην παρατῶ τά πράγματα καί κάθομαι στήν πρώτη πολυθρόνα, ἀνάβω τόν ἀνεμιστήρα καί κυττῶ τό ταβάνι ξεφυσώντας.

Ὑποτίθεται τώρα ὅτι ξεκουράστηκα μέ τίς 12 ἡμέρες στήν Λέσβο, ναί…

Βγάζω ἀπ’ἔξω τήν ταλαιπωρία τοῦ πήγαινε ἔλα μέ τά καράβια, τίς καθυστερήσεις τους, τήν πολυκοσμία – μακάρι νά περιοριζόταν μόνο σ’αὐτά τό βάσανο.

Διακοπές στήν Λέσβο... Μέ ἕνα ἂς ποῦμε πρόγραμμα διακοπῶν: Ξυπνητηράτο ξύπνημα γιά νά μήν χάνουμε τήν μέρα μας στό κρεβάτι (χμ…) κι ἐτοιμασίες σέ φεμίνιο ῥυθμό καί διάρκεια. Καφές κάπου ἔξω (ἑλληνικός γιά πολλούς θρήνους) καί ἐπιστροφή στό δωμάτιο. Πρωινό μέ κρουασάν, τυρόπιττες καί δημητριακά. Χώνεψις διά (γιά πλιότερους ὁδυρμούς) συνουσίας καί βοῦρ στήν θάλασσα – γύρω στήν μιάμιση. Παραμονή ἐκεῖ μέχρι πού ὁ ἥλιος ἀφυδατωνόταν καί βούταγε στό νερό νά ῥεφάρῃ - ἐν τῷ μεταξύ, λαλοῦσα κι ἐγώ μέ τήν ζέστη καί τήν ἀκτινοβολία, πόσα γιουβιέι καί γιουβιμπί νά κόψῃ ἡ ὀμπρέλλα γιά; Παρά τήν ζέστα, δέν πολυσυχνοβουτοῦσα στήν θάλασσα, ἡ διαδικασία παρά εἶναι γιά μένα κρυωνιάρικη· εἰδικῶς ὅταν τό ὑγρό σάλι προσεγγίζει τά κάκαλά μου. «Ἀπολάμβανα» λοιπόν τήν ἡλιοθεραπεία καί τά σύν αὐτῇ, ἄν καί τά σχέδια γιά πολλή ἀνάγνωση στίς διακοπές δέν εὐοδωνόντουσταν· λίγο τό βλέμμα τῆς συμβίας, λίγο καί ἡ θερμοπληξία - ἄντε νά μελετήσῃς τίς μάγισσες τῆς Σμύρνης ἔτσι… Γι’αὐτό κι ἐγώ ἔκανα τόν μπαγκλαντεσιανό ἔμπορα μέ χωρίς πραμμάτεια ὡστόσο, γυρόφερνα στό πολύ χάσιμο σ’ἐπιφυλακή πάντως γιά ἐλαιαλείψεις.

Ἄ! Μαζύ μας ἦταν καί ἕνα φιλικό ζευγάρι καί τό παιδί τους πάλι μαζύ. Τό ὁποῖο παιδάκι πολύ μέ συμπάθησε (δέν τό ῥώτησα γιατί) καί ὅλο (πάλι) μαζύ μου ἤθελε νά παίζῃ - βρέ λές ἐπειδή ἡ τοῦ νοός μου ἡλικία δέν ξεπερνᾷ τά 6 ἔτη; – τί ἔνστικτο ἔχουν τά σκασμένα! Καί ἔλα Βαγγέλη νά σκάψουμε, ἔλα νά φτιάξουμε πύργους, μερίμνησε καί γιά τούς ἡμιϋπαίθριους μήν ἔχουμε προβλήματα μέ τήν πολεοδομία - ἄκου τί ἔλεγε τό μπασταρδόσπερμα! ἔλα νά χτίσουμε γέφυρες καί μοῦ ἔδειχνε μέ τό βλέμμα του τήν Μελπομένη aka κατ’εὐφημισμὸν (ἡ ἐδῶ καί 54 ἡμέρες σύζυγός μου ντέ!)

Σκάβαμε τό λοιπόν καί πάνω πού βλέπαμε τόν πυθμένα νά ὑγραίνεται ὁ Γιάννος πεταγόταν σάν ἠλεκτροπληγμένος. Ἄ! Περίμενε! Περίμενε, ἔρχομαι! Τσιμποῦσε τό κουβαδάκι, ἔσπευδε μέχρι τό πέρας τῆς προσπαθείας τοῦ νεροῦ καί φόρτωνε. Γύριζε μέ τήν γλῶσσα του ἔξω ἀπό τό στόμα καί στά δόντια σφηνωμένη, μιά σαφής εἰκόνα κόπου καί ἄδειαζε τό νερό στήν λακούβα. Μέ μιά ἀπίστευτη σοβαρότητα κυττοῦσε τό νερό νά χάνεται, νά γίνεται ἀφρός καί… Καί ἐπέστρεφε γιά νά ξαναεπανέλθῃ (σὶκ) μέ κι ἄλλη προμήθεια! Συνεχιζόταν οὐκ ὀλίγες φορές τό παραμύθι τοῦτο κι ἐγώ ἐκεῖ… Ὄρθιος νά πρέπῃ νά βοηθῶ στό μεγαλόπρεπο πρότζεκτ – στό ἀπέξω τοῦτο. Διότι στό ἀπό μέσα, μακάριζα μιά διάγνωση πρό κάμποσων ἐτῶν… Νεκροσπερμία κύριε Ἠλιάδη. Μέ λίγη προσπάθεια ὅμως… Ἡ ἐπιστήμη κάνει θαύματα… Ἄχ! Διακοπές! Αὐτό ἦταν! Παρέα μέ τόν Γιαννάκη, νά διακοπεύεσαι! Τί ἄλλο νά θές;

Τῆς πουτάνας τά θρέμματα, οἱ γονεῖς τοῦ μικροῦ Γιάννη, κυττοῦσαν καί γελοῦσαν! Μέ τό παιδί τους ἄραγε ἤ μέ τόν μαλάκα, τόν δωρεάν σίττερ πού τούς ἐπέτρεπε νά μήν κινοῦν οὔτε τό μικρό δάκτυλο προσέχοντες τό μπασταρδάκι τους (Κώστα; Μά καθόλου νά μήν σοῦ μοιάζῃ;!). Ὁ Κώστας ἦταν στήν σκιά καί μπεγλέριζε τούς ὀσχεΐτες διδύμους του καί γέλαγε! Ἡ καρακαηδόνα του (πού δέν ἔβλεπε φυσικά τήν ἀτταβιστική κίνησή του) ἦταν μισό, ἕνα μέτρο μπροστά καί κάτω ἀπό τόν ἥλιο. Ἅπλωνε τό ἄλλοθι γιά gayδισμό κορμί της ἀκριβῶς δίπλα ἀπό τήν μοναδική δικιά μου («καλή μου» νά λές!) καί ἐγώ στόν αὔγουστο μεσημβρινό ἥλιο προσπαθοῦσα νά κεφάρω καθόσον ἤμουν διακοπές! Διακοπές! Διακοπές μέ τήν δικιά μου («καλή μου» νά λές!) καλέ, πότε ἔγινε δικιά; Ἄχ! Γιατί Κύριε δέν μοῦ ἔδινες ἕνα ἀσήκωτο χανγκόβερ διάρκειας μερικῶν τερμήνων τήν ἑπομένη τῆς γνωριμίας; Δέν ὑπάρχεις!

Δέν τολμοῦσα φυσικά νά πῶ (νά ζητήσω καλλίτερα) νά φύγουμε, ἔ μά! Κλείσαμε ὀκτάωρο στήν παραλία; Ὄχι! Ἔ τότε; Ἄλλοι πασχίζουν νά ξεφύγουν ἀπό τό παρτταϊμεριλίκι κι ἐσύ ἀχάριστεεεε! Ὁπότε κι ἐγώ ὁ ἀχάριστεεεε γύριζα στόν Γιαννάκη… Ὁ ὁποῖος εἶχε λίγο ἀπογοητευθῇ πού δέν μποροῦσε νά μεταφέρῃ τήν Μεσόγειο στήν λακούβα του καί τό εἶχε γυρίσει στό τέννις. Ὦ θεοί τῆς θάλασσας καί τοῦ ὡκεανοῦ, τί νταλαβέρι κι ἐκεῖνο! Ἕνα σερβισάκι ἀπό μένα καί μετά ὁ Γιαννάκης… Τίς περισσότερες φορές δέν ῥακέτιζε κἄν τήν σφαίρα, ποιός θά τήν πιάσῃ; Ἐσύ, Βαγγέλη. Κι ὅταν τύχαινε νά τήν ἀποκρούσῃ, ἀλλά πήγαινε ἀλλοῦ γι’ἀλλοῦ, πάλι ἐγώ Βαγγέλη. Ἄχ! Διακοπές! Αὐτό ἦταν! Παρέα μέ τόν Γιαννάκη, νά διακοπεύεσαι! Τί ἄλλο νά θές;

Νά φύγω. Ἔ, κάποια στιγμή γύριζε κι ὁ μπαμπέσης ὁ τροχός καί σηκωνόταν ἡ κατ’εὐφημισμόν, πᾶαααμε, πᾶμε! Ἐτοιμαζόμασταν, μαζευόμασταν, φορτωνόμασταν, (ποιός; Πάλι ἐγώ Βαγγέλη) καί στό ἀμάξι. Οἱ ἐρωτήσεις τοῦ Γιαννάκη ἐπαναλαμβάνονταν σέ περίοδο σχεδόν μηδενική, (πάτα ῥέ Κώστα αὐτό τό πράσινο κουμπάκι, τί εἶναι;Τίποτε μωρέ, πάτα, μήν ἀνησυχῇς, τί νἆναι μωρέ, τίποτε, ἐκτοξευτήρας τῶν πίσω καθισμάτων, πάτα το σοῦ λέωωω) καί ὅλες ἀπευθύνοντο σέ μένα! Μερικές στιγμές τό ἀποτολμοῦσα: Δέν ξέρω ἐγώ ἀγάπη μου, γιά ῥώτα τήν θεία Μελπομένη aka κατ’εὐφημισμόν, ξεραινόμασταν στό γέλιο ὅλοι μέσα στό τουτοῦ μέχρι καί τό πευκάκι χαχάνιζε, πλήν τῆς κατ’εὐφημισμόν, τό βλέμμα της πάνω μου θά τά ποῦμε μετά κι ἀκόμα καί τό πευκάκι πάθαινε βαμβακίαση!

Στό ξενοδοχεῖο πρό τῶν δωματίων, χωρίζαμε, γειά σου Γιαννάκη, γειά σουυυυυ, ἔλα, θά βρεθοῦμε μετά, πήγαινε τώρα στόν μπαμπᾶ καί τήν μαμά, πήγαινεεεεεε, βρέ μήν τσιμπᾷς, πήγαινε! Ὁ μοῦλος κολλοῦσε πάνω μου καί δέν ἔφευγε! Νά τόν ἔχῃς καί στό δωμάτιο, ἄχ ὁμορφιά! Διακοπές! Αὐτό ἦταν! Παρέα μέ τόν Γιαννάκη, νά διακοπεύεσαι! Τί ἄλλο νά θές;

Κατά βάθος ὅμως γούσταρα (μέ) τόν Γιαννάκη! Διό ἡ μοναδική καλή μου, ἡ δικιά μου ναί, διέκρινε πόσο συμπαθής ἤμην στά μειράκια καί σίγουρις μέσα της θά μέ καλόβλεπε, θά μέ κατοχύρωνε ὡς τόν πατέρα τῶν παιδιῶν της (Μελπομένη ἄκα κατ’εὐφημισμόν μετά ἀπό δύο γέννες – ὠιμέ προφήτη Μαλαχία!). Μέ κυρίευε μιά πολύ χαϊλίδικη ἔπαρσις, ἐγώ μπαμπᾶς; Καλή φάση, ἔστω στήν σκέψη μου καί στ’ἀνομολόγητα σώψυχα…

Κι ἡ Μελπομένη ἄκα κατ’εὐφημισμόν, μέσα, ἀφοῦ εἴχαμε ἀποθέσει τά πραγματάκια μας, κινητριθεῖσα ἀπό τίς πιθανεῖς περί τεκνοποιΐας σκέψεις της, στό λουτρό ὁμοῦ καθώς ἀφαιρούσαμε τά ἁλάτια, μοῦ κωλοτριβόταν ὀλίγον τί καί ζητοῦσε διά πυγοσείσεως νά τήν ῥαντίσω μέ πιό προκάτ ἁλμυρά ὑγρά. Ἐγώ ὅμως δέν τήν πάλευα καθόλου, μέ τήν καμία δηλαδή… Καμία ἐπιθυμία, τίποτις, νάδα. Προφασιζόμουν πονοκέφαλο, 8 ὧρες μωρή κάτω ἀπό τόν ἥλιο ἤμουν! Ἐφήρμοζα τό πλάν μπί, ἔβαζα τό τηλέφωνο νά τῆς συντριβανίζῃ τό αἰδοῖο καί εὔγλωττα βουτοῦσα στόν κόλπο της ἐνόσω τῆς δακτύλωνα τήν κλειτορίδα. Μετά ἀπό σταλίσια ὥρα κατέληγε. Φυσικά προσποιεῖτο ὅτι προσποιεῖτο ὁργασμό, ἤξερα πώς τῆς καλάρεσε ἀνέκαθεν ἡ λειχία στό μέρος της ἀλλά ἤθελε νά μοῦ καταδείξῃ ὅτι κυρίως προετίμα διείσδυση μέ ἐξοπλισμό μερικῶν ἑκατοστῶν περισσοτέρων ἀπό αὐτῶν τῆς γλώσσας μου. Δίκιο εἶχε, δέν λέω, ἀλλά δέν μποροῦσα, ποῦ νά σᾶς ἐξηγῶωωωω…

Στό δωμάτιο, πλήρης τύψεων φυσικά γιά τό ὀλίγον μου ἀπό ἀνδρισμό, χωρίς νά τήν κυττῶ καθώς στέγνωνε τό σῶμα της κι ἐτοιμαζόταν, ντυνόμουν κι ἐγώ – σάν Γιαννάκης. Ἔκρυβα μιά στάλα τήν χαρά μου, καθ’ὅσον πλησίαζε ἡ μοναδική στιγμή πού ταίριαζε μέ αὐτό πού λέμε διακοπές! Θά πηγαίναμε γιά φαγητό! Ἄν καί ἐδῶ πού τά λέμε, ἡ χαρά δέν ἦταν ἐντελῶς ἀνακουφισμένη διότι ναί καλῶς τό φανταστήκατε, ἦταν κι ὁ Γιαννάκης μαζύ, πῶς θά γινόταν ἀλλιῶς ἄλλωστε!

Γιαννάααακη! Ἄσε τόν Βαγγέλη νά φάῃ παιδί μου – πήγαινε γαμήσου μωρή τρώγλη, ἄν ἤθελες τό μουλοπαίδι σου νά μέ ἀφήσῃ ἤσυχο θά τό ἔπαιρνες ἀπό τό σβέρκο μου, ἄσε λοιπόν τίς πίπες, γαμῶ τά πεθαμένα σου! Καί ἄν ἔχετε τόν Θεό σας, προσπαθοῦσα νά ἀπολαύσω φαγητό ἀλλά ἔτρωγα τό κρεατάκι μου μέ δεκαέξι σχεδόν διακοπές (ἄχ! διακοπές!) διότι ἔπρεπε νά ζητῶ ἀπό τό μικρό καριολάκι μία μπουκιά γιά τήν μαμά (ναί ῥέ μαλακισμένο τήν πουτάνα τήν μάνα σου) γιά τόν μπαμπᾶ (τί ποιόν μπαμπᾶ; Δέν τόν ξέρει οὔτε ἡ μάνα σου; ἀχαχαχαχα!) γιά τήν γιαγιά καί τόν παπποῦ! Καί ὁ Κώστας χαιρόταν, ἄχ ἡ μάνα μου, καλή της ὥρα! (δέν λέω γιά τήν δικιά σου ῥέ! Τά πεθερικά σου ἐννοῶ, μουρόχαβλε) ἡ γυναίκα του ἐπίσης χαιρόταν πού’χε τσιγαρίσει τέτοια ὕπαρξη ἐννιά μῆνες μέσα της καί ἡ καλή μου ἦταν σκεπτική – πῶς νά συνδυάσω τώρα τό τζατζίκι; Νά τοῦ ἀπανθίσω λίγο σπληνάντερο ἤ ἐξοχικό; Σπουδαῖοι οἱ προβληματισμοί της, σοβαρολογῶ! Ἔτρωγε μέ κλειστό στόμα, μασοῦσε ἀργά καί δέν μιλοῦσε (μέ κάτι τέτοια τήν ἐρωτεύτηκα – γιατί νά τό κρύψω;) καί τά κλεισμένα ἔξι χρόνια δεσμοῦ τήν ἔσμπρωχναν (σίκ) νά μέ φιλᾷ πλήρης γιαουρτοσκόρδιου. Δέν μέ χάλαγε πάντως, ὄχι ἐπειδή δέν θεωροῦσα ντεκαβλέ ἕνα τζατζικόφιλο ἀλλά ἐπειδή ἕνεκα ὁ Γιαννάκης, δέν εἶχα προλάβει νά χτυπήσω μιά τζούρα τζατζικιοῦ! Ἡ μπύρα ἦταν στά index τῆς δικιᾶς μου ἀγαπημένης μου λόγῳ κακῆς ἐπιρροῆς στήν κοιλιά μου – ἄδικο δέν εἶχε - ἀλλά διακοπές εἴμαστε γαμῶ τήν ζωή μου, ἄλλωστε ἔχεις δεῖ τόν κῶλο σου μωρή, φρεσκοπαντρεμένη οὖσα; ἔτσι τήν ἔβγαζα μέ ὀλίγον ἀπό κοκκινέλι, χωρίς τήν παραμικρή δυνατότητα νά ξελαγράρω λίγο ἀπό τίς «διακοπές» καί νά νοιώσω λίγο διακοπές ἀφοῦ in vino veritas. *

* ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΤΕΛΟΣ 1


Μισό λεπτό! Μισό λεπτό Γιαννάκη! Ἐντάξει, στ’ ἀρχίδια μου φᾷς δέ φᾷς, μισό λεπτό…

Αὐτή μέ εἶχε τραβήξει τόσο ἐκεῖνο τό βράδυ; Λίγο, ἐλάχιστα πιωμένος ἤμουν καί μέ εἶχε ἐλκύσει a capite ad calcem ἔντονα - ἔν οἴνῳ γάρ ἡ ἀλήθεια. Τήν κυττοῦσα καὶ τώρα, ἦταν ὅμορφη ναί, δέν τήν ἀδικοῦσε μιά ὑγράδα στά χείλη - προφανῶς ἡ λιπαρότης ἀπό τά κρεατικά. Ἀλλά ἦταν ὅμορφη. Θυμόμουν πολύ καλά πόσο ἔντονα καί ἐνστικτώδικα μέ εἶχε γοητεύσει· τήν προσέγγισα μέ τρόπο πού οὔτε θά μποροῦσα ποτέ νά φανταστῶ ὅτι θά ἔκανα γιά κάποια. Τό εἶχα κάνει ὅμως, ἔλιωνα τότε, ἐκεῖνο τό βράδυ, ἔλιωνα ὅπως ἔλιωνε ἐκείνη τήν στιγμή τό φαγητό στό στόμα της. Δέν θά μοῦ ποτέ συγχωροῦσα νά τήν εἶχα ἀφήσει νά φύγῃ χωρίς. Τήν εἶχα πλησιάσει καί ψέλλισα κάτι πού ἡ μουσική γύρω μας τό εἶχε κάνει νά φανῇ ὡς ψέμματα δέν εἶχε μουσική ἐκεῖ, δέν θυμᾶμαι ποῦ τήν εἶχα δεῖ, οὔτε καί πότε, ὅλα μαζύ, μαζύ μέ τά στερεότυπα καί τίς κοινοτοπίες εἶχαν μικρύνει, εἶχαν ἐλαχιστοποιηθῇ στήν παρουσία της.

Καί τώρα τήν βλέπω νά πνίγῃ ἕνα ῥέψιμο στόν λαιμό της. Τί καλά ἄν γιά κάποιον λόγο, γιά κάποια αἰτία ἤ ἔστω ἀφορμή, τό σταματούσαμε λίγο πρίν ἀπό τά ἐπίσημα! Θά τήν σκεπτόμουν, θά τήν θυμόμουν πάντα μέ τόσο μπίττερ ἀπωθημένο νά βρίσκεται στό ζενίθ τῆς πεθύμιας!




* ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΤΕΛΟΣ 2


Κι ἀφοῦ τήν κυλώναμε γιά τά καλά αὐτοί, κάπως ἐγώ, ζητούσαμε τήν λυπητερή καί ξαναγυρίζαμε στό δωμάτιο. Μοῦ βγαίνει πάντα ἕνα φιδίσιο μετά ἀπό φαγητό, θέλω μιά ξάπλα (ἔστω βραχείας) διαρκείας ἀλλά ἡ Μελπομένη ἄκα κατ’εὐφημισμόν ἐντόνως ποουϊκή (Sleep. Those little slices of Death. How I loathe them) προτιμᾷ νά μέ δῇ κλινήρη μέ ἄλλην παρά κλινήρη κοιμώμενο σέ εὐήλιες ὧρες. Ὁπότε ἐνόσω αὐτή ἔβαφε νύχια καί στέγνωνε μαλλί, ἐγώ κι οἱ παντόφλες μου περιφερόμασταν στό δωμάτιο, στό μπαλκόνι... Καναλοδιάβαινα στήν τηλεόραση προσπαθώντας νά διασκεδάσω τό βάρος τῶν βλεφάρων, τί ἄλλο νά ἔκανα ὁ ποινίτης;

Τά ἀπογεύματα ξαναπηγαίναμε στήν θάλασσα, δέν βουτοῦσα ὅμως, ἡ ὥρα ἐκείνη ἦταν τοῦ Γιαννάκη, παράπονο ὅμως δέν ἔχω διότι συμμετείχαμε ὅλοι στίς ἀθλοπαιδιές τοῦ μικροῦ ὁ ὁποῖος οὐδόλως περιέργως μέ ἤθελε πάντα στήν ὁμάδα του. Ὁποία τιμή λίτλ Τζών, γκίβ μή φάιβ! Γυρνώντας, διασχίζαμε τόν ἴδιο πεζόδρομο (τοῦ ὁποίου τό ἐπιτήδευμα τῶν καταστημάτων του εἴχομεν μάθει ἀπό τήν πρώτη στιγμή) κι ἀράζαμε σέ ἕνα καφέ νά πιοῦμε κάτι. Δέν μπόρεσα ποτέ νά ξεμοναχιάσω τόν Βενιαμίν τῆς παρέας γιά νά ῥίξω ὑπνωτικό στήν μπλέ πορτοκαλάδα του μπάς καί νοιώσω λίγο λεύτερος – λίγο καθ’ὅσον ὑπῆρχε κι ἄλλος βάσανος στόν κύκλο μας... Τελειώναμε τά ἀναψυκτικά, ξαναπερπατούσαμε στόν προαναφερθέντα δρόμο, ψωνίζαμε καί μπατιρόσπορο χωρίς πάντως ὁ Γιαννάκης νά ζητήσῃ νά τοῦ καθαρίσω ἐγώ τόν πασσατέμπο...

Κι ὅταν ἔπαιρνε νά σουρουπώνῃ, ἐπιστρέφαμε στήν βάση γιά νά ἀλλάξουν οἱ κυρίες τήν περιβολή καί νά συνεχίσουμε πιό βραδινά. Ὅσο ἄλλαζαν κι ἄλλαζαν κι ἄλλαζαν, οἱ ἄντρες (σίκ) περιμέναμε στό προαύλιο χῶρο τοῦ ξενοδοχείου. Βλέπε νά μαθαίνῃς ῥέ! Μέ τέτοιες ἀτάκες ὁ Κώστας μεντόριζε τόν μικρό του ὅσον ἀφορᾷ τό πέσιμο σέ μενεσγκό. Ἐγώ συνεσταλμένος ὤν, δέν συμμετέσχον στά πεσίματά του σέ περαστικές δέσποινες, προκαλών γέλωτες καί χλεύη ἀκόμη καί ἀπό τόν Γιαννάκη. Σέ συνδυασμό μέ τίς μεσημβρινές ἱμερικές ἀδυναμίες μου, δέν ἔνοιωθα καί τόσο καλά, ἡ αὐτοεκτίμησή μου εἶχε τά ἀνεβοκατεβάσματά της, σάν τά ἐκείνης τῆς στιγμῆς δοκιμαζόμενα ῥοῦχα στίς κυρίες μας οἱ ὁποῖες (τί κουλό!) ἀργοῦσαν!

Μερικές στιγμές μετά (μᾶλλον ἀστρικές) τεσσεράμισυ φιγοῦρες ἔφευγαν ἀπό τό ξενοδοχεῖο. Οἱ δύο ἀπό αὐτές μέ ποσότητες ἀρώματος πού ’διωχνε ζωϋφια, σκουλαρίκια κρίκων τσίρκου, μέηκαπ ἁρμόζον γιά θαμώνισσες σέ πίστες τῆς παραλίας, νυστεράτες γόβες, τσάντες μέ στρασάκια ἤ στρασάκια μέ τσάντες;, σούσουρο κουβέντας λές καί εἶχαν ἐκείνη τήν στιγμή βρεθῇ μετά ἀπό τήν ἔκτη δημοτικοῦ, γενναιόδειχτα στράπλες, ἡ Ἄρτα καί τά Γιάννενα τσουλοῦσαν μαζύ μας στά πλαίσια μιᾶς κατάστασης πού καλεῖται διακοπές καί σκοπό ἔχει τήν ἀποφόρτιση τοῦ εἶναι μας ὥστε νά ἐπανέλθουμε στά καθημερινά μέ ἀνανεωμένη ὑπομονή κι ἀντοχές. Διακοπές.

Ἐπιλέγαμε κάποιο μαγαζί μέ κριτήριο τόν λιγότερο κόσμο καί καθόμασταν στήν μέ χαλίκι κάτω αὐλή του. Παραγγέλναμε σέ ἀγενέστατο τραπεζοκόμο καί ἀρχίζαμε τίς τρομερές συζητήσεις μας. Πώπω ζέστη πού εἶχε σήμεραααα… Ἡ θάλασσα ὡραία ἔ; Νά ξαναφᾶμε ἐκεῖ πού φάγαμε προχθές (κι ἀφοῦ τόοοσο σᾶς ἄρεσε γιατί δέν πήγαμε ἐχθές; Κάτι τέτοια ἤθελα νά ῥωτήσω ἀλλά μιά δαμόκλειος σπάθη παραδίπλα δέν ἤθελε πολλά πολλά). Φυσικά, τελείως φυσικά, ἦταν κι ὁ Γιαννάκης κοντά! Ἄ ῥέ Γιαννάκη! Ἀνάμεσα στά πόδια τοῦ μπαμπᾶ του προσπαθώντας ν’απεμπλακῇ. Ἡ κουφαλίτσα ἐμένα εἶχε βάλει στό μάτι, κάτι ἔπρεπε νά κάνω, ὄχι καί ἐδῶ, ἔλεος Ἅγιε Παντελεήμονά μου! Ἡ παντοτινή μου, λικνιζόταν, ἔστω καθημένη, σέ θύραθεν ἤχους (Moonlight Shadow;), τήν ἔβλεπα ἐγώ τήν δουλειά, χορό ἤθελε, νά πηγαίναμε στά ἐνδότερα, νά πήγαινε δηλαδή κι ἐγώ θἄπρεπε νά ἀκολουθοῦσα (ἔμ! Μόνη της νά τήν ἄφηναααα;!!!! Γίνονται τέτοια πράγματααα;) μά εἶμαι ἀτσούμπαλος καί γελοῖος ἀκόμα κι ὅταν περπατῶ, ὄχι νά χορεύω ἀλλά ὁ Γιαννάκης ψηνόταν νά μοῦ ἔλθῃ ὁπότε ἐπέλεγα τήν Χάρυβδη, ζητούσαμε συγγνώμη καί σπεύδαμε στά πιό σκοτεινά.

Μέ ἄγγιζε μιά κάποια ὑποψία διακοπῶν καί ξεγνοιασιᾶς ἐκεῖνες τίς στιγμές – μᾶλλον ἐπειδή βρισκόμασταν μόνοι… Μπαίναμε στό μπάρ, σαρώναμε τόν χῶρο καί τήν ἀράζαμε κάπου ὅπου θά μποροῦσα νά ἀκουμπήσω τόν κῶλο μου, ὄχι νά κάθωμαι ῥέ ἀδερφέ ἁπλά καβάτζα κάπου ἤθελα ὥστε νά ἀποφύγω τήν συμμετοχή ὅλων τῶν μελῶν μου στόν οἰονεί χορό. Ἡ ἀγαπημένη καί μοναδική δικιά μου ξεσάλωνε, εἰδήμων καί ἐπαΐουσα χορευτικῶς ἦταν ὀφθαλμῶν χάρμα, ἀλήθεια! Κι ἐγώ πόσο ντρεπόμουν πού ἤμουν (καί εἶμαι) τόσο ἄχαρος! (Τί μοῦ βρῆκε ἄραγε;) Μετροῦσα τά δευτερόλεπτα σάν πίπτουσες στό μέτωπο σταγόνες, εὐτυχῶς πού ὑπῆρχαν τσιγάρα καί πιοτό. Καί κουβέντες. Ἔσκυβε στό αὐτί μου, ἄ! ὄχι! Δέν μοῦ ἔλεγε κάτι, γαργαλίζοντα φιλιά μοῦ ἔδινε μήπως καί μοῦ ἀνακαλέσῃ τά ἡμέτερα. Στό δεύτερο ποτό ἄλλαζε τό ῥεπερτόριο· ὄχι ἡ μουσική. Μέ κυττοῦσε στά μάτια βαθιά καί «Μ’ αγαπάς λίγο;» Παραξενευόμουν πρέπει νά πῶ, λίγο παράταιρη μέ καλοκαιρινές ξεγνοιασιές τό ἐρώτημα - ἀγωνία της, καταλάβαινε τήν μέ ἀνησυχία ἀπορία μου καί μέ ἄς ποῦμε καθησύχαζε «Συγγνώμη που σε τρομάζω. Σ’αγαπώ δυνατά.» καί συνέχιζε πρός ἐπίρρωση τοῦ ἆρτι λεχθέντος της «Μαζύ σου είμαι ευτυχισμένη.» Ἴσως γιά νά ἀποδιώξω τό ἄγχος μέ τόν χορό ἀλλά κυρίως τῶν ὅσων μοῦ ἔλεγε, τῆς ἀποκρινόμουν διάφορα, προσπαθοῦσα νά συναγωνισθῶ ἔστω στά λόγια μόνον, τήν ἔμπρακτη ἀγάπη πού μοῦ ἔδειχνε, ἀντιτείνοντας κάποιες πρός ἐπανόρθωση σκέψεις μου – ἐκείνη ὅμως μοῦ πέταγε μιά μαχαιριά, καθ’ὅλα δικαιολογημένη ὡστόσο «Φοβάμαι τον εξακολουθητικό χρόνο που αρχίζει να παίρνει αυτή η κατάσταση.» Μ’ἔπιανε μιά κρίσι πανικοῦ, τί μοῦ ἔλεγε τώρα, τί ἀναμόχλευε… Ἔφταιγε ἄραγε μόνο τό ἁλκοόλ ἤ τό ἁλκοόλ τήν βοηθοῦσε τελικά; Δικαιολογούμουν μέ διάφορα ἄλλοθι τόσο φανερά ἐλλειπή κι ἐκείνη γενναιόδωρα, μή θέλοντας νά τό συνεχίσῃ, μέ ἠρεμοῦσε «Αστεράκι μου.... Νά’ξερες πόσα πράγματα σημαίνεις για μένα... ». Συνερχόμουν ξαφνικά κι ἀπότομα ὅσο ξαφνικά κι ἀπότομα μέ εἶχε ῥίξει ἡ πρίν προφανής προειδοποίησή της καί χαζολογοῦσα μέ λογοπαίγνια κι αὐτή «ένα από τα πράγματα που λατρεύω τρελά σε εσένα είναι το απίστευτο μυαλό σου!». Τήν ἀγκάλιαζα, μ’ἀγκάλιαζε καί ἀναλωνόμασταν σέ φιλί, πού ἀκύρωνε κάθε σκοτούρα καί προβληματισμό. Ναί, ἦταν διακοπές τελικά. Αὐτό πού βιώναμε ἐκείνη τήν στιγμή, ἦταν ἀληθινά διακοπές, κυριολεκτικά διακοπές ἀπό κάτι πού δέν τσούλαγε, ἦταν διακοπές οἱ ὁποῖες φυσικά, νομοτελειακά καί πάντα ἔχουν ἕνα τέλος.

γιατί πονῶ τὰ μάτια σου ὅταν κυττάζω;


http://vangelakas.blogspot.com/2010/08/blog-post_21.html