Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010
ὅλως τυχαίως
Ἡ Ἕντεκα ἦταν τὸ φάρμακό μου, ἐσαεὶ πρόθυμος νὰ συνοδοιπορίσῃ σὲ κάθε μου ἀπόφαση, ἡ Πέντε ὡς εἴθισται σοβαρὴ κι αὐστηρὰ μὲ ἔκρινε ἀλλὰ μὲ πολλὴν ἀνοχὴ καὶ κατανόηση τὴν φορὰ αὐτή. Συζητούσαμε, συνεβούλευαν, ἀπεφασίζα, κυρίως δὲ ἐξιστοροῦσα καὶ ἀφηγούμην, πέριξ κυλίκων νηφελοκοκκόζωμου καὶ μάλιστα εἴχομεν ἐκπονήσει καὶ τὸ διὰ ταῦτα.
Ἀκούγοντάς με νὰ ἀπαντῶ στὸ τηλέφωνο, νὰ λέω ποῦ εὑρίσκομαι μεθ’ ὁδηγιῶν μάλιστα γιὰ τὸ πῶς μπορεῖ νὰ ἔλθῃ τις, ἀντελήφθησαν. Ἠγέρθησαν ἐξαπινιαίως, δὲν εἶπον οὐδὲν παρὰ μόνον ἐνθαρρυντικῶς μὲ κύτταξαν κι ἀπεχώρησαν.
Ἔμεινα μόνη καὶ σύγκορμα ἐταράχθην λόγῳ βεβαίως τῆς ἀναμονῆς (50 μόλις μίλια μᾶς χώριζαν…) κι ὅ,τι θὰ ἐπηκολούθει· οἱ σφυγμοὶ κραύγαζαν, κόμπος ἐγκατεστάθη στὸ στομάχι κι εἷς τὸν ἀνήξερο ποιὼν παλαμιαῖος ἵδρως ἐζήτει λεπτομερείας. Ἀφέθην ἱαματικῶς στὴν θέα τοῦ Μυρτώου ἥτις συνοδευομένη τῆς ἰούλιας αὔρας μὲ ἡμέρευε, μὲ ἠρέμευε…
Ἀρκετὲς στιγμὲς κατόπιν ἀλλὰ μία σκέψη μετά, ἤκουσα τὰ βήματά του καὶ τὴν καρδιά μου νὰ γρηγορεύῃ. Συνεκράτησα τὸ βλέμμα μου στὴν θάλαττα κι σφράγισα τὰ ὄμματα υἱοθετοῦσα πλῆρες ἡδυπαθείας ὕφος. Ἐστράφην αὐτῷ ὅταν ἔσβησαν τὰ προσεγγίζοντα ἴχνη· ἦταν ἀπὸ πάνω μου καὶ τοῦ χάρισα ἕνα συγκρατημένο μειδίαμα μὲ ψῆγμα ἀνυπομονησίας.
Κάθησε παρ’ ἐμοῦ καὶ παρήγγειλε. Ὁ ἥλιος πέρα, προσέγγιζε τὸ ὕδασι εἴδωλό του δημιουργὼν ἁλουργεῖς ἐπιφανείας. Νέφη τινά, εἰς ἀκατανοήτους σχηματισμοὺς συνεχῶς μεταβαλλομένους λόγῳ τοῦ ἀέρος, διέκοπταν τὸ ὑακίνθινο τοῦ οὐρανοῦ καὶ προσεπάθουν νὰ διατηρήσουν ἐκεῖ τὴν προσοχή μου. Εἰς μάτην...
Ὁ κόσμος ἔφυγε σιγὰ σιγά, μείναμε σχεδὸν μόνοι· πλὴν ἑνὸς ἄλλου ζεύγους σὲ μιὰν ἄκρη τοῦ χώρου.
Συμβαίνει… μοῦ εἶπε λιτῶς, λακωνικῶς ὡς ἄλλως τε ἐπέβαλλον τὰ μέρη…
Συνέβη τὸν διόρθωσα καὶ χαμογέλασα ἀναβλέπουσα αὐτῷ ἄνευ στροφῆς τῆς κεφαλῆς· παρὰ μόνον τὶς κόρες μου ἔστειλα στὸ ἄκρον τῆς κόγχης τῶν ὀφθαλμῶν πρὸς τὸ μέρος του.
Τὸ ἀπομεῖναν ζεῦγος, ἀπογευθέν, ξεκίνησε νὰ φύγῃ - μᾶς ἄφησε μόνους. Τότε, ἐξόχως χαμαιτυπικῶς ἀντελήφθην ὅτι ἔπρεπε, μοῦ ἔπρεπε.
Σηκώθηκα καὶ τὸν κύτταξα ἐπίμονα μὲ ἕνα ἀνέκφραστο καὶ κενὸ βλέμμα. Τὸν προσέγγισα, ἔσκυψα ἐνώπιόν του καὶ κάθησα στὶς κνῆμες. Ἄφησα τὸ κεφάλι μου στὰ σκέλη του ὡς ἔκθετον μειράκιον, χρείαν ἔχον προστασίας τε καὶ στοργῆς καὶ ἄρχισα νὰ τρίβωμαι πάνω του. Νοιώσασα τὶς χεῖρες του θωπεύουσες τὴν κόμη μου, διέκοψα τὴν τριβὴ στὸ σημεῖον του ὅπερ ἔνοιωθα ὡς τὸ πλέον ἀνταποκριθέν. Ἄνοιξα τοὺς ὀφθαλμούς μου, τὸν κύτταξα ἔτι ἅπαξ καὶ εἰδὼν τὸ θέλω του νὰ ξεχειλίζῃ πανταχόθεν, ἐξηκολούθησα. Ἐστράφην στὸν γναμπτήρα τῆς περισκελίδος του καὶ διὰ τῶν ὀδόντων μου τὸν κατηφόρισα. Ἀδιαλείπτησα αὖθι τὸ χάδι διὰ τὼν παρειῶν μου ἐντυπωσιασθεῖσα μὲ την θέρμη τῆς θελήσεώς του. Ῥάδιον λίαν νὰ μὴν ἀνελίξω τὴν προσπάθειά μου, πρὸς τοῦτο βούτηξα τὰ χείλη μου εἰς τὸ ἐρεβῶδες σημεῖον. Αἱ χεῖρες μου μὴ δυνάμεναι νὰ ἀνθέξουν τὸ ἡδονικῶς κλιμακούμενο, τουτοσὶ τὸ ἀκροποδητὶ ἱμέριον, κατὰ τ’ ἄλλα μυσταγωγικόν, συνέδραμον. Ἔφερα(ν) στὸ φῶς τὸ ποθούμενον τὸ ὁποῖον δι’ ἐλάχιστον παρέμεινε στὰ πεδία τοῦ τὰ πανθ’ὁρά. Ἄνοιξα τὸ στόμα μου σὲ μιὰν προσευχὴ καὶ τοῦ ἀλήθευσα τὴν ποσότητα τῆς θελήσεώς του ἡ δὲ γλῶττα μου σὲ συνεχεῖς ἀσπασμοὺς ἀνέδειξε τὴν ποιότητα τοῦ θέλω του.
Αἱ χειλόγλωσσαι μαλάξεις συνεχίζοντο σὲ ῥυθμὸν ἀενάως ἐξελισσόμενον ἐκμαιεύουσαι μιὰν ἀνθηρὰν μεγαλοπρέπειαν ἥτις μοι λέρωνε τὸ φιλί. Προσεπάθουν νὰ τοῦ δῶ τὴν ἔκφρασιν καθὼς ἐν στόματι τὸν ἔσχον ἀλλὰ δὲν ἐδυνάμην, τοῦ ἄκουγα ὡστόσο τοὺς μυγμούς, τοὺς γογγυσμούς, καὶ φανταζόμην τὰ πλήρους ὀχείας χαρακτηριστικά του.
Μὲ σφραγισμένους ὀφθαλμοὺς ἀπελάμβανα τοὺς σιωπηλοὺς λαρυγγισμούς μου ἐπὶ τοῦ μεγαλοπρεποῦς μυὸς τὸν ὁποῖον ἔκρυβα οὐρανίσκῳ μὲ μιαρὰ συναισθήματα ἰδιοκτησίας. Ὥσπου τὸν κύτταξα, οὐχὶ καλῶς – δὲν φαινόταν σύμπασα ἡ μεγαλορρημοσύνη του, ὄθεν κίνησα τὴν κεφαλὴ ἐς τούμπαλιν καὶ ὀλίσθησα εἰς τὴν αὐτὴν κατεύθυνσιν τὴν γλῶσσα καὶ τὰ χείλη μου χωρὶς νὰ παύσω τὴν ἐπαφή. Τὸν εἶχα μπροστά μου, σημάδευε τὸ τρίτο μου μάτι καθὼς ἀνέλαβα μὲ ὅμοιον πυρετὸν τὸ σημεῖον τῆς βάσεως, τὸ λίκνο τοῦ εἶναι του.
Μετ’ ὀλίγον, θέσασα τὶς χεῖρες μου ἐς ἔδαφος, διέκοψα πᾶσα λείχασιν. Τὸν κύτταξα ἀλλὰ οὗτος δὲν ἄδραξε τὸ βλέμμα μου. Ἐκύττει ψηλὰ καὶ συνεταράσσετο μὲ βαριὲς ἀνάσες. Ἐστάθην στὸ ὄρθιο καὶ περίπυστο ὄργανόν του καὶ ἀνέλαβα θέσιν. Τὰ χείλη μου ἀγκάλιασαν τὴν στιλπνὴ βάλανο του καὶ μουρμούρισα ἕνα παλαιὸν ᾆσμα. Ἡ γλῶττα μου σχεδίαζε ἐπ’αὐτῆς, βουδηστροφηδόν, τὸ σ’ ἀγαπῶ στὶς κοῖλες ἐπιφάνειες τῆς κατερρύθρου καὶ κάθιδρής του. Μὲ ἔστειλα κατόπιν, στὸ ἀπερίτμητο σημεῖον του κι ἀφῆκα ἐλεύθερες ἄπειρες χρυσαλλίδες νὰ τοῦ τὸ ψαύσουν.
Ἄνευ τῆς παραμικρᾶς βοηθείας ἐκ τῶν χειρῶν μου αἵτινες παρέμενον στὸ πάτωμα, ἐγκατέλειψα τὰ ὑψηλὰ μέρη τοῦ φαλλοῦ του καὶ ἀργὰ - ὅσο ἔπρεπε ἀργὰ ὥστε νὰ αἰσθανθῶ (καὶ αἰσθανθῇ) σὲ ὅλη της τὴν μεγαλοπρέπεια καὶ μὲ πᾶσα λεπτομέρεια, τὴν λείχινη συνουσία (ἀλλὰ ὄχι τόσο ὥστε νὰ ἀπωλεσθῇ ὁ ρυθμός) συνέχιζα πρὸς τὰ κάτω. Ἀφικνουμένη στὰ πλουτώνεια μέρη τοῦ μορίου του, ἐκροφοῦσα τὰς ἀνατολὰς τοῦ ὀσχέου του καὶ περσεφονικῶς ἐπανερχόμην ἄνω τηρῶσα εὐλαβικῶς τὴν αὐτὴ διάρκεια. Τοῦτο, ἡ μητρικῇ ἐνσίελος κάτω καὶ ἄνω ἄνω καὶ κάτω κάτω καὶ ἄνω κηδεία τοῦ δόρατός του συνέβη πολλάκις καὶ σὺν τοῖς ἄλλοις, ἀπελάμβανα τὶς μεταλλαγὲς τῆς χροιᾶς τῶν οἰμωγῶν του. Ἔστειλα τὶς παλάμες μου στὸν θώρακα καὶ τὸν γαστήρα του ὅστις ἐναλλὰξ ἔσφιγγε καὶ χαλάρωνε, χαλάρωνε τὶς στιγμὲς τῆς ἡδείας ἐκπνοῆς στεναγμῶν.
Δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ χαλάσῃ τὴν στιγμὴν κάποια κλῆσις κι ἕνα μήνυμα ὀλίγον μετά. Τοὐναντίον· μαντέψασα τὸν καλούντα συνέχισα ἔτι μαινομένη τὰς μαλάξεις στὸ εὔγραμμο στῆθος του καὶ λυσσαλέως τρικυμίασα τὸ ὑπ’ ἐμοῦ ὀρεγόμενο ὄργανό του στὸν ξενιστή του. Ἡ χείρ του ἄδραξε προειδοποιητικῶς τὸν ὦμο μου καὶ ἐλάττωσα τὴν μονῳδία.
Ἔθεσα τὶς χεῖρες μου ὑπὸ τοῦ γόνυ καὶ βράχυνα τὴν ἐμμέλεια μὴ ἐγκαταλείψασα βεβαίως τὸ ἄρτιον τῆς συχνότητος τῆς πεολουσίας. Ἐξηκολούθησα ἀντιληφθεῖσα ὡστόσο ὅτι τὸ πέρας δὲν ἔκειτο μακράν. Ἡ γλῶττα μου ὑποχθονίως μάλαζε τὴν κεντρικὴ φλέβα, ὡς αὖλαξ τὴν ἐκάλυπτεν, τὴν φανέρωνε, ἀδιαλείπτως, βραδέως καὶ σχολαίως. Ἐλάχιστα μετὰ τὴν ἠσθάνθην νὰ διαστέλλῃται. Εἷς κόμπος τὴν διέτρεξεν ἀπ’ἄκρου εἰς ἄκρον καὶ ἀπολήξασα ἔνοιωσα ὑγρὲς μηνῶν ἐπιδοκιμασίες καὶ ἐμμονές. Περάτωσα κι ἐγὼ τὴν κίνησή μου καὶ κατέσθησα ὅλον τὸ ὑπόχρουν ἀπωθημένο του αἰσθανομένη ἕναν πλήρη καὶ ὑγιῆ ἔρωτα, πρωτόφαντο, ἀξεπέραστο καὶ κατάδικό μου! Ἴσως καὶ μοναδικό μου!
Ἀργώτερον, ὅτε ἤδη εἴχομεν ἐπανέλθει εἰς τὴν προτεραίαν θέσιν καὶ κατάστασιν ἡμῶν μὲ χαμόγελα τρυφερότητος ἀντέδρασα στὴν (ἀχρείαστη ναί!) δικαιολογία του περὶ βραχείας διαρκείας· ἡ ἰδανικὴ πεολειχία, ἔφα, εἶναι ἡ ἄνευ χειρῶν. Τοιουτοτρόπως μαρτυρᾶται μιὰ ὑψιπετὴς ἐμπειρία ἥτις πραγματοποιουμένη ἐξάπτει, ἐκφλέγει τὸν ἄνδρα καὶ τὸν κάνει νά περατώνῃ προώρως… Ἂχ γιατί προώρως νὰ μὴν ἔχουν γίνει τόσα ἄλλα ἀκόμα; Ἔστω… Κάλλιο ἀργά…
Lust at last!
Θέλω ὁμοῦ νὰ δοῦμε τὸ λυκαυγὲς καὶ τὴν ἀνατολὴ
στὴν γέννα τῆς μέρας νὰ πνίξω ἕνα σου φιλὶ
στὸν ὦμο σου ἀφημένη, μὲ ἀνάσες κοινὲς
ὁ χρόνος νεκρός, πουλιὰ προσευχὲς
Θέλω μαζύ σου νὰ χαρῶ τὴν ἀνατολὴ
προτοῦ ἡ πόλη ἀρχίσῃ νὰ θορυβῇ
πρὶν τὰ μουγκρητὰ ἀπὸ τὰ ἀπορριματοφόρα
νὰ γείρῃς ἐπάνω μου σὰν θερμοφόρα.Πρίν μαζέψουν λεμονόκουπα καὶ ἐρυθρὴ σερβιέτα
πρὶν βγοῦν οἱ σκουπιδιαραῖοι γιὰ δουλειὰ
νὰ ἀφεθοῦμε ἐγὼ κι ἐσὺ σ’ἀγκαλιὰ
σ’ ὅ,τι καιρὸ λαχταρούσαμε· δὲν εἶναι πιὰ ξεπέταΠλεγμένα τὰ δάκτυλα
σφιχτὲς ἀγκαλιὲς
δάκρυα χαρᾶς
ἠδονῆς γουλιὲςἈγάπη παραληρηματικὴ
μὲ τόσο κόπο πλασμένη
χρόνο πολὺ σ’ἀναμονὴ
κι ὁ πόθος περιμένειΘέλω μαζὺ νὰ δοῦμε τὸν οὐρανὸ
μὲ προσευχὲς γιὰ σένα καὶ γιὰ μένα
σὲ ἰκέα κρεβάτι μὰ καθόλου φτηνὸ
σὲ σύμπλεγμα μαιανδρικό,
τὰ πόδια μας πλεγμέναὍ,τι ἔχω καὶ δὲν ἔχω δίνω
ἀπὸ τῆς τραπέζης μου τὸν λογαριασμὸ
γιὰ νὰ βρεθῶ καλό μου γουργουρίνο
στοῦ μάτσο κορμιοῦ σου τὸν βυθὸΘέλω μαζύ σου νὰ χαρῶ τὴν ἀνατολὴ
τοῦ ἔρωτά μας τὴν ἀνέκαθεν πληγὴ
στεντόρεια νὰ σοῦ φωνάξω
πὼς ἀπ’ἀγάπη θέλω νὰ κλάψωΜαλακίες λέω...
Μπορεῖ νὰ μ’ἀκοῦς νὰ σοῦ ψιθυρίζω...
Πὼς θέλω ὁμοῦ νὰ δοῦμε τὴν ἀνατολὴ
μὰ ἀλλοῦ στραμμένη ἡ μου προσοχὴ
καὶ ὅ,τι σοῦ ὁρίζω:ἀντὶ γιὰ τὴν ἀνατολή...
θέλω νὰ σκύψω καὶ νὰ καταπιῶ τὸ φλεβάτο σου καυλί.http://vangelakas.blogspot.com/2010/08/lust-at-last.html
Λὰβ λὸβ
Σημείωμα;
Ῥαβασάκι;
Ῥαβασάκι!
Γιὰ μένα εἶναι;
Γιὰ μένα;
Μωρό μουυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυ! Τί γλυκό! Λιώνωωωω!
Γιὰ νὰ τὸ διαβάσω:
Στὸν καλό μου, ἀπὸ τὸ ἕταιρό του ἥμισυ:
Πολλὲς φορὲς ὁρκίστηκα
νὰ φύγω μακρυά σου
μὰ τὰ βαριὰ ἀρχίδια σου
μὲ ἔλξαν στ’ἀχαμνά σου
Μικρό μουυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυ! Πάνγλυκο συντροφάκι μου, γουργουρικό μου ἐρωτάκι, ἀτέλειωτο ἀπεραντάκι μου, μοναδικό μου δικάκι, πανέμορφο ἀστεράκι μου, καρυατιδικό μου ἀγαπάκι, χρυσὸ καστοράκι μου, ὑπέρτατό μου πιτίνι, ἀπίστευτο ἐρνεστινάκι μου, παντοτινή μου μούσα, ἀγλαὸ ποιητάκι μουυυυυ, ἐσὺ ἰλόνα μου! Ὑπέροχο! Ἀξεπέραστο! Θεσπέσιο! Ἀνυπέρβλητο πόνημα προσήλωσης, ἀγάπης, ἀφοσίωσης, λατρείας, πόθου, ἔρωτα ὅπως μόνον ἐσὺ μπορεῖς νὰ δίνῃς! Ἄχ! Πολλὰ ἀγαπῶ σε, πόσο τυχερὸς εἶμαι ποὺ σὲ ἔχω ῥὲ γαμῶ το!
Καὶ δὲν μὲ λές… Τὸ ἕταιρο ἥμισυ, γιατί τὸ ἔγραψες ἔτσι;
Ἔ; Ἠθελημένα ἐγράφη; Ἀχαχαχαχαχαχαχαααααααααα!
Ἐντάξει τότε! Ὁρίστε μάνα’μ’. Σοῦ ἀφήνω στὸ κομοδινάκι, κάτω ἀπὸ τὸ πορτατίφ σαράντα εὐρώ – τόσο δὲν εἶναι, μπὰ’ κι ἔχω ῥέστα; Ἄχ, ἦταν πολὺ ὡραῖα! Μερσί μποκοῦυυυ! Τί ὥρα σχολᾷς νἄρθω νὰ σὲ πάρω νὰ πᾶμε γιὰ κἄνα ῥυζόγαλο;
Ἀγάπη μικρὴ
Πόρτα, κλειδί, εἴσοδος. Σπίτι – ἐπιτέλους; Μυρωδιά κλεισούρας καί σκοτεινά.
Ἀτάκτως καί χύδην παρατῶ τά πράγματα καί κάθομαι στήν πρώτη πολυθρόνα, ἀνάβω τόν ἀνεμιστήρα καί κυττῶ τό ταβάνι ξεφυσώντας.
Ὑποτίθεται τώρα ὅτι ξεκουράστηκα μέ τίς 12 ἡμέρες στήν Λέσβο, ναί…
Βγάζω ἀπ’ἔξω τήν ταλαιπωρία τοῦ πήγαινε ἔλα μέ τά καράβια, τίς καθυστερήσεις τους, τήν πολυκοσμία – μακάρι νά περιοριζόταν μόνο σ’αὐτά τό βάσανο.
Διακοπές στήν Λέσβο... Μέ ἕνα ἂς ποῦμε πρόγραμμα διακοπῶν: Ξυπνητηράτο ξύπνημα γιά νά μήν χάνουμε τήν μέρα μας στό κρεβάτι (χμ…) κι ἐτοιμασίες σέ φεμίνιο ῥυθμό καί διάρκεια. Καφές κάπου ἔξω (ἑλληνικός γιά πολλούς θρήνους) καί ἐπιστροφή στό δωμάτιο. Πρωινό μέ κρουασάν, τυρόπιττες καί δημητριακά. Χώνεψις διά (γιά πλιότερους ὁδυρμούς) συνουσίας καί βοῦρ στήν θάλασσα – γύρω στήν μιάμιση. Παραμονή ἐκεῖ μέχρι πού ὁ ἥλιος ἀφυδατωνόταν καί βούταγε στό νερό νά ῥεφάρῃ - ἐν τῷ μεταξύ, λαλοῦσα κι ἐγώ μέ τήν ζέστη καί τήν ἀκτινοβολία, πόσα γιουβιέι καί γιουβιμπί νά κόψῃ ἡ ὀμπρέλλα γιά; Παρά τήν ζέστα, δέν πολυσυχνοβουτοῦσα στήν θάλασσα, ἡ διαδικασία παρά εἶναι γιά μένα κρυωνιάρικη· εἰδικῶς ὅταν τό ὑγρό σάλι προσεγγίζει τά κάκαλά μου. «Ἀπολάμβανα» λοιπόν τήν ἡλιοθεραπεία καί τά σύν αὐτῇ, ἄν καί τά σχέδια γιά πολλή ἀνάγνωση στίς διακοπές δέν εὐοδωνόντουσταν· λίγο τό βλέμμα τῆς συμβίας, λίγο καί ἡ θερμοπληξία - ἄντε νά μελετήσῃς τίς μάγισσες τῆς Σμύρνης ἔτσι… Γι’αὐτό κι ἐγώ ἔκανα τόν μπαγκλαντεσιανό ἔμπορα μέ χωρίς πραμμάτεια ὡστόσο, γυρόφερνα στό πολύ χάσιμο σ’ἐπιφυλακή πάντως γιά ἐλαιαλείψεις.
Ἄ! Μαζύ μας ἦταν καί ἕνα φιλικό ζευγάρι καί τό παιδί τους πάλι μαζύ. Τό ὁποῖο παιδάκι πολύ μέ συμπάθησε (δέν τό ῥώτησα γιατί) καί ὅλο (πάλι) μαζύ μου ἤθελε νά παίζῃ - βρέ λές ἐπειδή ἡ τοῦ νοός μου ἡλικία δέν ξεπερνᾷ τά 6 ἔτη; – τί ἔνστικτο ἔχουν τά σκασμένα! Καί ἔλα Βαγγέλη νά σκάψουμε, ἔλα νά φτιάξουμε πύργους, μερίμνησε καί γιά τούς ἡμιϋπαίθριους μήν ἔχουμε προβλήματα μέ τήν πολεοδομία - ἄκου τί ἔλεγε τό μπασταρδόσπερμα! ἔλα νά χτίσουμε γέφυρες καί μοῦ ἔδειχνε μέ τό βλέμμα του τήν Μελπομένη aka κατ’εὐφημισμὸν (ἡ ἐδῶ καί 54 ἡμέρες σύζυγός μου ντέ!)
Σκάβαμε τό λοιπόν καί πάνω πού βλέπαμε τόν πυθμένα νά ὑγραίνεται ὁ Γιάννος πεταγόταν σάν ἠλεκτροπληγμένος. Ἄ! Περίμενε! Περίμενε, ἔρχομαι! Τσιμποῦσε τό κουβαδάκι, ἔσπευδε μέχρι τό πέρας τῆς προσπαθείας τοῦ νεροῦ καί φόρτωνε. Γύριζε μέ τήν γλῶσσα του ἔξω ἀπό τό στόμα καί στά δόντια σφηνωμένη, μιά σαφής εἰκόνα κόπου καί ἄδειαζε τό νερό στήν λακούβα. Μέ μιά ἀπίστευτη σοβαρότητα κυττοῦσε τό νερό νά χάνεται, νά γίνεται ἀφρός καί… Καί ἐπέστρεφε γιά νά ξαναεπανέλθῃ (σὶκ) μέ κι ἄλλη προμήθεια! Συνεχιζόταν οὐκ ὀλίγες φορές τό παραμύθι τοῦτο κι ἐγώ ἐκεῖ… Ὄρθιος νά πρέπῃ νά βοηθῶ στό μεγαλόπρεπο πρότζεκτ – στό ἀπέξω τοῦτο. Διότι στό ἀπό μέσα, μακάριζα μιά διάγνωση πρό κάμποσων ἐτῶν… Νεκροσπερμία κύριε Ἠλιάδη. Μέ λίγη προσπάθεια ὅμως… Ἡ ἐπιστήμη κάνει θαύματα… Ἄχ! Διακοπές! Αὐτό ἦταν! Παρέα μέ τόν Γιαννάκη, νά διακοπεύεσαι! Τί ἄλλο νά θές;
Τῆς πουτάνας τά θρέμματα, οἱ γονεῖς τοῦ μικροῦ Γιάννη, κυττοῦσαν καί γελοῦσαν! Μέ τό παιδί τους ἄραγε ἤ μέ τόν μαλάκα, τόν δωρεάν σίττερ πού τούς ἐπέτρεπε νά μήν κινοῦν οὔτε τό μικρό δάκτυλο προσέχοντες τό μπασταρδάκι τους (Κώστα; Μά καθόλου νά μήν σοῦ μοιάζῃ;!). Ὁ Κώστας ἦταν στήν σκιά καί μπεγλέριζε τούς ὀσχεΐτες διδύμους του καί γέλαγε! Ἡ καρακαηδόνα του (πού δέν ἔβλεπε φυσικά τήν ἀτταβιστική κίνησή του) ἦταν μισό, ἕνα μέτρο μπροστά καί κάτω ἀπό τόν ἥλιο. Ἅπλωνε τό ἄλλοθι γιά gayδισμό κορμί της ἀκριβῶς δίπλα ἀπό τήν μοναδική δικιά μου («καλή μου» νά λές!) καί ἐγώ στόν αὔγουστο μεσημβρινό ἥλιο προσπαθοῦσα νά κεφάρω καθόσον ἤμουν διακοπές! Διακοπές! Διακοπές μέ τήν δικιά μου («καλή μου» νά λές!) καλέ, πότε ἔγινε δικιά; Ἄχ! Γιατί Κύριε δέν μοῦ ἔδινες ἕνα ἀσήκωτο χανγκόβερ διάρκειας μερικῶν τερμήνων τήν ἑπομένη τῆς γνωριμίας; Δέν ὑπάρχεις!
Δέν τολμοῦσα φυσικά νά πῶ (νά ζητήσω καλλίτερα) νά φύγουμε, ἔ μά! Κλείσαμε ὀκτάωρο στήν παραλία; Ὄχι! Ἔ τότε; Ἄλλοι πασχίζουν νά ξεφύγουν ἀπό τό παρτταϊμεριλίκι κι ἐσύ ἀχάριστεεεε! Ὁπότε κι ἐγώ ὁ ἀχάριστεεεε γύριζα στόν Γιαννάκη… Ὁ ὁποῖος εἶχε λίγο ἀπογοητευθῇ πού δέν μποροῦσε νά μεταφέρῃ τήν Μεσόγειο στήν λακούβα του καί τό εἶχε γυρίσει στό τέννις. Ὦ θεοί τῆς θάλασσας καί τοῦ ὡκεανοῦ, τί νταλαβέρι κι ἐκεῖνο! Ἕνα σερβισάκι ἀπό μένα καί μετά ὁ Γιαννάκης… Τίς περισσότερες φορές δέν ῥακέτιζε κἄν τήν σφαίρα, ποιός θά τήν πιάσῃ; Ἐσύ, Βαγγέλη. Κι ὅταν τύχαινε νά τήν ἀποκρούσῃ, ἀλλά πήγαινε ἀλλοῦ γι’ἀλλοῦ, πάλι ἐγώ Βαγγέλη. Ἄχ! Διακοπές! Αὐτό ἦταν! Παρέα μέ τόν Γιαννάκη, νά διακοπεύεσαι! Τί ἄλλο νά θές;
Νά φύγω. Ἔ, κάποια στιγμή γύριζε κι ὁ μπαμπέσης ὁ τροχός καί σηκωνόταν ἡ κατ’εὐφημισμόν, πᾶαααμε, πᾶμε! Ἐτοιμαζόμασταν, μαζευόμασταν, φορτωνόμασταν, (ποιός; Πάλι ἐγώ Βαγγέλη) καί στό ἀμάξι. Οἱ ἐρωτήσεις τοῦ Γιαννάκη ἐπαναλαμβάνονταν σέ περίοδο σχεδόν μηδενική, (πάτα ῥέ Κώστα αὐτό τό πράσινο κουμπάκι, τί εἶναι;Τίποτε μωρέ, πάτα, μήν ἀνησυχῇς, τί νἆναι μωρέ, τίποτε, ἐκτοξευτήρας τῶν πίσω καθισμάτων, πάτα το σοῦ λέωωω) καί ὅλες ἀπευθύνοντο σέ μένα! Μερικές στιγμές τό ἀποτολμοῦσα: Δέν ξέρω ἐγώ ἀγάπη μου, γιά ῥώτα τήν θεία Μελπομένη aka κατ’εὐφημισμόν, ξεραινόμασταν στό γέλιο ὅλοι μέσα στό τουτοῦ μέχρι καί τό πευκάκι χαχάνιζε, πλήν τῆς κατ’εὐφημισμόν, τό βλέμμα της πάνω μου θά τά ποῦμε μετά κι ἀκόμα καί τό πευκάκι πάθαινε βαμβακίαση!
Στό ξενοδοχεῖο πρό τῶν δωματίων, χωρίζαμε, γειά σου Γιαννάκη, γειά σουυυυυ, ἔλα, θά βρεθοῦμε μετά, πήγαινε τώρα στόν μπαμπᾶ καί τήν μαμά, πήγαινεεεεεε, βρέ μήν τσιμπᾷς, πήγαινε! Ὁ μοῦλος κολλοῦσε πάνω μου καί δέν ἔφευγε! Νά τόν ἔχῃς καί στό δωμάτιο, ἄχ ὁμορφιά! Διακοπές! Αὐτό ἦταν! Παρέα μέ τόν Γιαννάκη, νά διακοπεύεσαι! Τί ἄλλο νά θές;
Κατά βάθος ὅμως γούσταρα (μέ) τόν Γιαννάκη! Διό ἡ μοναδική καλή μου, ἡ δικιά μου ναί, διέκρινε πόσο συμπαθής ἤμην στά μειράκια καί σίγουρις μέσα της θά μέ καλόβλεπε, θά μέ κατοχύρωνε ὡς τόν πατέρα τῶν παιδιῶν της (Μελπομένη ἄκα κατ’εὐφημισμόν μετά ἀπό δύο γέννες – ὠιμέ προφήτη Μαλαχία!). Μέ κυρίευε μιά πολύ χαϊλίδικη ἔπαρσις, ἐγώ μπαμπᾶς; Καλή φάση, ἔστω στήν σκέψη μου καί στ’ἀνομολόγητα σώψυχα…
Κι ἡ Μελπομένη ἄκα κατ’εὐφημισμόν, μέσα, ἀφοῦ εἴχαμε ἀποθέσει τά πραγματάκια μας, κινητριθεῖσα ἀπό τίς πιθανεῖς περί τεκνοποιΐας σκέψεις της, στό λουτρό ὁμοῦ καθώς ἀφαιρούσαμε τά ἁλάτια, μοῦ κωλοτριβόταν ὀλίγον τί καί ζητοῦσε διά πυγοσείσεως νά τήν ῥαντίσω μέ πιό προκάτ ἁλμυρά ὑγρά. Ἐγώ ὅμως δέν τήν πάλευα καθόλου, μέ τήν καμία δηλαδή… Καμία ἐπιθυμία, τίποτις, νάδα. Προφασιζόμουν πονοκέφαλο, 8 ὧρες μωρή κάτω ἀπό τόν ἥλιο ἤμουν! Ἐφήρμοζα τό πλάν μπί, ἔβαζα τό τηλέφωνο νά τῆς συντριβανίζῃ τό αἰδοῖο καί εὔγλωττα βουτοῦσα στόν κόλπο της ἐνόσω τῆς δακτύλωνα τήν κλειτορίδα. Μετά ἀπό σταλίσια ὥρα κατέληγε. Φυσικά προσποιεῖτο ὅτι προσποιεῖτο ὁργασμό, ἤξερα πώς τῆς καλάρεσε ἀνέκαθεν ἡ λειχία στό μέρος της ἀλλά ἤθελε νά μοῦ καταδείξῃ ὅτι κυρίως προετίμα διείσδυση μέ ἐξοπλισμό μερικῶν ἑκατοστῶν περισσοτέρων ἀπό αὐτῶν τῆς γλώσσας μου. Δίκιο εἶχε, δέν λέω, ἀλλά δέν μποροῦσα, ποῦ νά σᾶς ἐξηγῶωωωω…
Στό δωμάτιο, πλήρης τύψεων φυσικά γιά τό ὀλίγον μου ἀπό ἀνδρισμό, χωρίς νά τήν κυττῶ καθώς στέγνωνε τό σῶμα της κι ἐτοιμαζόταν, ντυνόμουν κι ἐγώ – σάν Γιαννάκης. Ἔκρυβα μιά στάλα τήν χαρά μου, καθ’ὅσον πλησίαζε ἡ μοναδική στιγμή πού ταίριαζε μέ αὐτό πού λέμε διακοπές! Θά πηγαίναμε γιά φαγητό! Ἄν καί ἐδῶ πού τά λέμε, ἡ χαρά δέν ἦταν ἐντελῶς ἀνακουφισμένη διότι ναί καλῶς τό φανταστήκατε, ἦταν κι ὁ Γιαννάκης μαζύ, πῶς θά γινόταν ἀλλιῶς ἄλλωστε!
Γιαννάααακη! Ἄσε τόν Βαγγέλη νά φάῃ παιδί μου – πήγαινε γαμήσου μωρή τρώγλη, ἄν ἤθελες τό μουλοπαίδι σου νά μέ ἀφήσῃ ἤσυχο θά τό ἔπαιρνες ἀπό τό σβέρκο μου, ἄσε λοιπόν τίς πίπες, γαμῶ τά πεθαμένα σου! Καί ἄν ἔχετε τόν Θεό σας, προσπαθοῦσα νά ἀπολαύσω φαγητό ἀλλά ἔτρωγα τό κρεατάκι μου μέ δεκαέξι σχεδόν διακοπές (ἄχ! διακοπές!) διότι ἔπρεπε νά ζητῶ ἀπό τό μικρό καριολάκι μία μπουκιά γιά τήν μαμά (ναί ῥέ μαλακισμένο τήν πουτάνα τήν μάνα σου) γιά τόν μπαμπᾶ (τί ποιόν μπαμπᾶ; Δέν τόν ξέρει οὔτε ἡ μάνα σου; ἀχαχαχαχα!) γιά τήν γιαγιά καί τόν παπποῦ! Καί ὁ Κώστας χαιρόταν, ἄχ ἡ μάνα μου, καλή της ὥρα! (δέν λέω γιά τήν δικιά σου ῥέ! Τά πεθερικά σου ἐννοῶ, μουρόχαβλε) ἡ γυναίκα του ἐπίσης χαιρόταν πού’χε τσιγαρίσει τέτοια ὕπαρξη ἐννιά μῆνες μέσα της καί ἡ καλή μου ἦταν σκεπτική – πῶς νά συνδυάσω τώρα τό τζατζίκι; Νά τοῦ ἀπανθίσω λίγο σπληνάντερο ἤ ἐξοχικό; Σπουδαῖοι οἱ προβληματισμοί της, σοβαρολογῶ! Ἔτρωγε μέ κλειστό στόμα, μασοῦσε ἀργά καί δέν μιλοῦσε (μέ κάτι τέτοια τήν ἐρωτεύτηκα – γιατί νά τό κρύψω;) καί τά κλεισμένα ἔξι χρόνια δεσμοῦ τήν ἔσμπρωχναν (σίκ) νά μέ φιλᾷ πλήρης γιαουρτοσκόρδιου. Δέν μέ χάλαγε πάντως, ὄχι ἐπειδή δέν θεωροῦσα ντεκαβλέ ἕνα τζατζικόφιλο ἀλλά ἐπειδή ἕνεκα ὁ Γιαννάκης, δέν εἶχα προλάβει νά χτυπήσω μιά τζούρα τζατζικιοῦ! Ἡ μπύρα ἦταν στά index τῆς δικιᾶς μου ἀγαπημένης μου λόγῳ κακῆς ἐπιρροῆς στήν κοιλιά μου – ἄδικο δέν εἶχε - ἀλλά διακοπές εἴμαστε γαμῶ τήν ζωή μου, ἄλλωστε ἔχεις δεῖ τόν κῶλο σου μωρή, φρεσκοπαντρεμένη οὖσα; ἔτσι τήν ἔβγαζα μέ ὀλίγον ἀπό κοκκινέλι, χωρίς τήν παραμικρή δυνατότητα νά ξελαγράρω λίγο ἀπό τίς «διακοπές» καί νά νοιώσω λίγο διακοπές ἀφοῦ in vino veritas. *
* ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΤΕΛΟΣ 1
Μισό λεπτό! Μισό λεπτό Γιαννάκη! Ἐντάξει, στ’ ἀρχίδια μου φᾷς δέ φᾷς, μισό λεπτό…
Αὐτή μέ εἶχε τραβήξει τόσο ἐκεῖνο τό βράδυ; Λίγο, ἐλάχιστα πιωμένος ἤμουν καί μέ εἶχε ἐλκύσει a capite ad calcem ἔντονα - ἔν οἴνῳ γάρ ἡ ἀλήθεια. Τήν κυττοῦσα καὶ τώρα, ἦταν ὅμορφη ναί, δέν τήν ἀδικοῦσε μιά ὑγράδα στά χείλη - προφανῶς ἡ λιπαρότης ἀπό τά κρεατικά. Ἀλλά ἦταν ὅμορφη. Θυμόμουν πολύ καλά πόσο ἔντονα καί ἐνστικτώδικα μέ εἶχε γοητεύσει· τήν προσέγγισα μέ τρόπο πού οὔτε θά μποροῦσα ποτέ νά φανταστῶ ὅτι θά ἔκανα γιά κάποια. Τό εἶχα κάνει ὅμως, ἔλιωνα τότε, ἐκεῖνο τό βράδυ, ἔλιωνα ὅπως ἔλιωνε ἐκείνη τήν στιγμή τό φαγητό στό στόμα της. Δέν θά μοῦ ποτέ συγχωροῦσα νά τήν εἶχα ἀφήσει νά φύγῃ χωρίς. Τήν εἶχα πλησιάσει καί ψέλλισα κάτι πού ἡ μουσική γύρω μας τό εἶχε κάνει νά φανῇ ὡς ψέμματα δέν εἶχε μουσική ἐκεῖ, δέν θυμᾶμαι ποῦ τήν εἶχα δεῖ, οὔτε καί πότε, ὅλα μαζύ, μαζύ μέ τά στερεότυπα καί τίς κοινοτοπίες εἶχαν μικρύνει, εἶχαν ἐλαχιστοποιηθῇ στήν παρουσία της.
Καί τώρα τήν βλέπω νά πνίγῃ ἕνα ῥέψιμο στόν λαιμό της. Τί καλά ἄν γιά κάποιον λόγο, γιά κάποια αἰτία ἤ ἔστω ἀφορμή, τό σταματούσαμε λίγο πρίν ἀπό τά ἐπίσημα! Θά τήν σκεπτόμουν, θά τήν θυμόμουν πάντα μέ τόσο μπίττερ ἀπωθημένο νά βρίσκεται στό ζενίθ τῆς πεθύμιας!
* ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΤΕΛΟΣ 2
Κι ἀφοῦ τήν κυλώναμε γιά τά καλά αὐτοί, κάπως ἐγώ, ζητούσαμε τήν λυπητερή καί ξαναγυρίζαμε στό δωμάτιο. Μοῦ βγαίνει πάντα ἕνα φιδίσιο μετά ἀπό φαγητό, θέλω μιά ξάπλα (ἔστω βραχείας) διαρκείας ἀλλά ἡ Μελπομένη ἄκα κατ’εὐφημισμόν ἐντόνως ποουϊκή (Sleep. Those little slices of Death. How I loathe them) προτιμᾷ νά μέ δῇ κλινήρη μέ ἄλλην παρά κλινήρη κοιμώμενο σέ εὐήλιες ὧρες. Ὁπότε ἐνόσω αὐτή ἔβαφε νύχια καί στέγνωνε μαλλί, ἐγώ κι οἱ παντόφλες μου περιφερόμασταν στό δωμάτιο, στό μπαλκόνι... Καναλοδιάβαινα στήν τηλεόραση προσπαθώντας νά διασκεδάσω τό βάρος τῶν βλεφάρων, τί ἄλλο νά ἔκανα ὁ ποινίτης;
Τά ἀπογεύματα ξαναπηγαίναμε στήν θάλασσα, δέν βουτοῦσα ὅμως, ἡ ὥρα ἐκείνη ἦταν τοῦ Γιαννάκη, παράπονο ὅμως δέν ἔχω διότι συμμετείχαμε ὅλοι στίς ἀθλοπαιδιές τοῦ μικροῦ ὁ ὁποῖος οὐδόλως περιέργως μέ ἤθελε πάντα στήν ὁμάδα του. Ὁποία τιμή λίτλ Τζών, γκίβ μή φάιβ! Γυρνώντας, διασχίζαμε τόν ἴδιο πεζόδρομο (τοῦ ὁποίου τό ἐπιτήδευμα τῶν καταστημάτων του εἴχομεν μάθει ἀπό τήν πρώτη στιγμή) κι ἀράζαμε σέ ἕνα καφέ νά πιοῦμε κάτι. Δέν μπόρεσα ποτέ νά ξεμοναχιάσω τόν Βενιαμίν τῆς παρέας γιά νά ῥίξω ὑπνωτικό στήν μπλέ πορτοκαλάδα του μπάς καί νοιώσω λίγο λεύτερος – λίγο καθ’ὅσον ὑπῆρχε κι ἄλλος βάσανος στόν κύκλο μας... Τελειώναμε τά ἀναψυκτικά, ξαναπερπατούσαμε στόν προαναφερθέντα δρόμο, ψωνίζαμε καί μπατιρόσπορο χωρίς πάντως ὁ Γιαννάκης νά ζητήσῃ νά τοῦ καθαρίσω ἐγώ τόν πασσατέμπο...
Κι ὅταν ἔπαιρνε νά σουρουπώνῃ, ἐπιστρέφαμε στήν βάση γιά νά ἀλλάξουν οἱ κυρίες τήν περιβολή καί νά συνεχίσουμε πιό βραδινά. Ὅσο ἄλλαζαν κι ἄλλαζαν κι ἄλλαζαν, οἱ ἄντρες (σίκ) περιμέναμε στό προαύλιο χῶρο τοῦ ξενοδοχείου. Βλέπε νά μαθαίνῃς ῥέ! Μέ τέτοιες ἀτάκες ὁ Κώστας μεντόριζε τόν μικρό του ὅσον ἀφορᾷ τό πέσιμο σέ μενεσγκό. Ἐγώ συνεσταλμένος ὤν, δέν συμμετέσχον στά πεσίματά του σέ περαστικές δέσποινες, προκαλών γέλωτες καί χλεύη ἀκόμη καί ἀπό τόν Γιαννάκη. Σέ συνδυασμό μέ τίς μεσημβρινές ἱμερικές ἀδυναμίες μου, δέν ἔνοιωθα καί τόσο καλά, ἡ αὐτοεκτίμησή μου εἶχε τά ἀνεβοκατεβάσματά της, σάν τά ἐκείνης τῆς στιγμῆς δοκιμαζόμενα ῥοῦχα στίς κυρίες μας οἱ ὁποῖες (τί κουλό!) ἀργοῦσαν!
Μερικές στιγμές μετά (μᾶλλον ἀστρικές) τεσσεράμισυ φιγοῦρες ἔφευγαν ἀπό τό ξενοδοχεῖο. Οἱ δύο ἀπό αὐτές μέ ποσότητες ἀρώματος πού ’διωχνε ζωϋφια, σκουλαρίκια κρίκων τσίρκου, μέηκαπ ἁρμόζον γιά θαμώνισσες σέ πίστες τῆς παραλίας, νυστεράτες γόβες, τσάντες μέ στρασάκια ἤ στρασάκια μέ τσάντες;, σούσουρο κουβέντας λές καί εἶχαν ἐκείνη τήν στιγμή βρεθῇ μετά ἀπό τήν ἔκτη δημοτικοῦ, γενναιόδειχτα στράπλες, ἡ Ἄρτα καί τά Γιάννενα τσουλοῦσαν μαζύ μας στά πλαίσια μιᾶς κατάστασης πού καλεῖται διακοπές καί σκοπό ἔχει τήν ἀποφόρτιση τοῦ εἶναι μας ὥστε νά ἐπανέλθουμε στά καθημερινά μέ ἀνανεωμένη ὑπομονή κι ἀντοχές. Διακοπές.
Ἐπιλέγαμε κάποιο μαγαζί μέ κριτήριο τόν λιγότερο κόσμο καί καθόμασταν στήν μέ χαλίκι κάτω αὐλή του. Παραγγέλναμε σέ ἀγενέστατο τραπεζοκόμο καί ἀρχίζαμε τίς τρομερές συζητήσεις μας. Πώπω ζέστη πού εἶχε σήμεραααα… Ἡ θάλασσα ὡραία ἔ; Νά ξαναφᾶμε ἐκεῖ πού φάγαμε προχθές (κι ἀφοῦ τόοοσο σᾶς ἄρεσε γιατί δέν πήγαμε ἐχθές; Κάτι τέτοια ἤθελα νά ῥωτήσω ἀλλά μιά δαμόκλειος σπάθη παραδίπλα δέν ἤθελε πολλά πολλά). Φυσικά, τελείως φυσικά, ἦταν κι ὁ Γιαννάκης κοντά! Ἄ ῥέ Γιαννάκη! Ἀνάμεσα στά πόδια τοῦ μπαμπᾶ του προσπαθώντας ν’απεμπλακῇ. Ἡ κουφαλίτσα ἐμένα εἶχε βάλει στό μάτι, κάτι ἔπρεπε νά κάνω, ὄχι καί ἐδῶ, ἔλεος Ἅγιε Παντελεήμονά μου! Ἡ παντοτινή μου, λικνιζόταν, ἔστω καθημένη, σέ θύραθεν ἤχους (Moonlight Shadow;), τήν ἔβλεπα ἐγώ τήν δουλειά, χορό ἤθελε, νά πηγαίναμε στά ἐνδότερα, νά πήγαινε δηλαδή κι ἐγώ θἄπρεπε νά ἀκολουθοῦσα (ἔμ! Μόνη της νά τήν ἄφηναααα;!!!! Γίνονται τέτοια πράγματααα;) μά εἶμαι ἀτσούμπαλος καί γελοῖος ἀκόμα κι ὅταν περπατῶ, ὄχι νά χορεύω ἀλλά ὁ Γιαννάκης ψηνόταν νά μοῦ ἔλθῃ ὁπότε ἐπέλεγα τήν Χάρυβδη, ζητούσαμε συγγνώμη καί σπεύδαμε στά πιό σκοτεινά.
Μέ ἄγγιζε μιά κάποια ὑποψία διακοπῶν καί ξεγνοιασιᾶς ἐκεῖνες τίς στιγμές – μᾶλλον ἐπειδή βρισκόμασταν μόνοι… Μπαίναμε στό μπάρ, σαρώναμε τόν χῶρο καί τήν ἀράζαμε κάπου ὅπου θά μποροῦσα νά ἀκουμπήσω τόν κῶλο μου, ὄχι νά κάθωμαι ῥέ ἀδερφέ ἁπλά καβάτζα κάπου ἤθελα ὥστε νά ἀποφύγω τήν συμμετοχή ὅλων τῶν μελῶν μου στόν οἰονεί χορό. Ἡ ἀγαπημένη καί μοναδική δικιά μου ξεσάλωνε, εἰδήμων καί ἐπαΐουσα χορευτικῶς ἦταν ὀφθαλμῶν χάρμα, ἀλήθεια! Κι ἐγώ πόσο ντρεπόμουν πού ἤμουν (καί εἶμαι) τόσο ἄχαρος! (Τί μοῦ βρῆκε ἄραγε;) Μετροῦσα τά δευτερόλεπτα σάν πίπτουσες στό μέτωπο σταγόνες, εὐτυχῶς πού ὑπῆρχαν τσιγάρα καί πιοτό. Καί κουβέντες. Ἔσκυβε στό αὐτί μου, ἄ! ὄχι! Δέν μοῦ ἔλεγε κάτι, γαργαλίζοντα φιλιά μοῦ ἔδινε μήπως καί μοῦ ἀνακαλέσῃ τά ἡμέτερα. Στό δεύτερο ποτό ἄλλαζε τό ῥεπερτόριο· ὄχι ἡ μουσική. Μέ κυττοῦσε στά μάτια βαθιά καί «Μ’ αγαπάς λίγο;» Παραξενευόμουν πρέπει νά πῶ, λίγο παράταιρη μέ καλοκαιρινές ξεγνοιασιές τό ἐρώτημα - ἀγωνία της, καταλάβαινε τήν μέ ἀνησυχία ἀπορία μου καί μέ ἄς ποῦμε καθησύχαζε «Συγγνώμη που σε τρομάζω. Σ’αγαπώ δυνατά.» καί συνέχιζε πρός ἐπίρρωση τοῦ ἆρτι λεχθέντος της «Μαζύ σου είμαι ευτυχισμένη.» Ἴσως γιά νά ἀποδιώξω τό ἄγχος μέ τόν χορό ἀλλά κυρίως τῶν ὅσων μοῦ ἔλεγε, τῆς ἀποκρινόμουν διάφορα, προσπαθοῦσα νά συναγωνισθῶ ἔστω στά λόγια μόνον, τήν ἔμπρακτη ἀγάπη πού μοῦ ἔδειχνε, ἀντιτείνοντας κάποιες πρός ἐπανόρθωση σκέψεις μου – ἐκείνη ὅμως μοῦ πέταγε μιά μαχαιριά, καθ’ὅλα δικαιολογημένη ὡστόσο «Φοβάμαι τον εξακολουθητικό χρόνο που αρχίζει να παίρνει αυτή η κατάσταση.» Μ’ἔπιανε μιά κρίσι πανικοῦ, τί μοῦ ἔλεγε τώρα, τί ἀναμόχλευε… Ἔφταιγε ἄραγε μόνο τό ἁλκοόλ ἤ τό ἁλκοόλ τήν βοηθοῦσε τελικά; Δικαιολογούμουν μέ διάφορα ἄλλοθι τόσο φανερά ἐλλειπή κι ἐκείνη γενναιόδωρα, μή θέλοντας νά τό συνεχίσῃ, μέ ἠρεμοῦσε «Αστεράκι μου.... Νά’ξερες πόσα πράγματα σημαίνεις για μένα... ». Συνερχόμουν ξαφνικά κι ἀπότομα ὅσο ξαφνικά κι ἀπότομα μέ εἶχε ῥίξει ἡ πρίν προφανής προειδοποίησή της καί χαζολογοῦσα μέ λογοπαίγνια κι αὐτή «ένα από τα πράγματα που λατρεύω τρελά σε εσένα είναι το απίστευτο μυαλό σου!». Τήν ἀγκάλιαζα, μ’ἀγκάλιαζε καί ἀναλωνόμασταν σέ φιλί, πού ἀκύρωνε κάθε σκοτούρα καί προβληματισμό. Ναί, ἦταν διακοπές τελικά. Αὐτό πού βιώναμε ἐκείνη τήν στιγμή, ἦταν ἀληθινά διακοπές, κυριολεκτικά διακοπές ἀπό κάτι πού δέν τσούλαγε, ἦταν διακοπές οἱ ὁποῖες φυσικά, νομοτελειακά καί πάντα ἔχουν ἕνα τέλος.
γιατί πονῶ τὰ μάτια σου ὅταν κυττάζω;
πρωτη φορα θελω να ζησω κατι τοσο εντονα...
Ἤμουν θαλαμοφύλακας νούμερο μικρό καί μιᾶς καί συνούρευε οὑ θάλαμους μέ τοῦ γραφείου εἶπα νά ἐκμεταλλευθῶ τόν κενό χρόνο τελειώνοντας τήν καθαρογραφή τῆς ἡμηρεσίας διαταγῆς. Τήν περάτωσα πιτσφυτιλάτα, τήν ἔθεσα στό ἑρμάριο, ἔβαλα τά ἀρβύλια πόδια πάνω στό γραφεῖο, ἀλαφρύνθην περιττῶν οἰσοφαγικῶν σπασμῶν κι ἄναψα σιγάρο. Δέν νύσταζα. Δέν νύσταζα ἀλλά χασμουρήθηκα (ὤχ, θά ἄρχιζαν οἱ περί τοῦ μέλλοντος προβληματισμοί) καί ἔτριψα μαλλί καί μάτι. Τό ὁποῖον μάτι ἅμα τῇ περατώσει τῆς τριβῆς πῆγε στόν ὑπολογιστή· τό σκρηνσέηβερ ἐκύλη ἀνίδρωτο: «783 ΛΓΜ, 2ον Γραφεῖον» ἀσταμάτητα, ἵνα τό ἐμπεδώσωμεν οἱ παρεπιδημοῦντες. Κύλησα τήν καρέκλα ἐκεῖ καί μπούκαρα στό διαδίκτυο. Διέθετα ὥρα μπόλικια μέχρι τό τέλος τῆς περεσίας. Εἰδήσεις, ἀθλητικά καί φυσικά τσόντες. Ἄ! Εἶχα κι ἕνα μέηλ. Τ’ἄνοιξα καί…
Ἦταν ἕνα μήνυμα μέ μιάν παρακλητικιά ἐρώτηση κι ἕνα χαμόγελο στό τέλος.
Εἶδα στό σάιτ σου μιά φῶτο μέ μπλά μπλά μπλά. Ποῦ τήν ηὗρες, ἀλήθεια;
Ἀλήθεια; Οὔτε πού θυμόμην στό περί τίνος ἀναφερνόταν ἡ μαντάμ (διό περί μαντάμ προκιόταν) ἔψαξα ὀλίγον τί καί τῆς ἀπήντησα. Συνέχισα τίς σελιδοδιαβάσεις σέ ἀνατριχιλάτα σάιτς καί μοῦ ἔκανα ἔρωτα. Δέν μέ κέρασα ὡστόσο σιγάρο κατά τά εἰωθότα· γύρισα στόν θάλαμο, ξύπνησα τήν ἀπαλλαγή μου καί τήν ἔπεσα ἵνα μειώσω τήν θητεία.
Ἄχ, θητεία! Τόσος καιρός ἐδῶ ψηλά καί δεξιά, στήν παραμεθόριο, τῆς μαμᾶς μακράν… Ἄδεια δέν διεκρίνετο οὔτε μέ τό μακαρόνι ὁπόταν τήν ἀπολάμβανα (τήν θητεία οὐχί τήν ἄδεια –ποιά ἄδεια;). Νυκτεριναί, βραδιναί, ἀπογευματιναί ἀσκήσεις, φάλαγγες μέ τά μάγκιρους, σκοινάκια, νάνι στό ἄχερο μέ ὅ,τι ῥοῦχο ἔσχε καί δέν ἔσχε τό τῆς φρανκφούρτης, ντάξει, φίνα φάση, γενόμην ἄντρας.
Καί τά βράδια πού ἤπρεπε νά φυλάω τούς περδομένους τε καί ῥοχαλιζομένους συναδέλφους, ἔμενα ξυπνητός ὡς εἰθιστόταν καί μάλιστα προβλεπόταν ἀπό τόν 20-1. Ἔσπευδα στό γραφεῖον ἐνίοτε, τακτοποίουν τήν ἀλληλογραφία, τήν πρωτοκόλλουν καί κατόπιν ἤλεγχα (πλήν τοῦ ἀνδρισμοῦ μου) τό ἐπίσης μου ἠλεκτρονικό ταχυδρομεῖο. Περιοδικῶς ἤβλεπα τήν ἀποστολέα ἐκεινοῦ τοῦ μέηλ τότες, νά μοῦ στέλλῃ τά χαμπέρια της. Καί χοῦ χοῦ χοῦ, χαχαχά, χιχιχιχί, καλέ πῶς τά λέτε, καλέ μπράβο, ἀχ καλέ στά μπούνια γοητευθεῖσα, λέγω! Κι ἐγώ ἀσοῦμε ὑπό μάλης τό ὕφος, στό παρουσιάστε καί ἀτενῶς πρόσεχα τήν φτιάξη καίτοι ἤμην χαρμάνης ἕνεκα πού ῥέστος ἀπό γύναιον καί στό παραλλαγάτο γιά τόσους μῆνες. Θά τό πάγαινα λάου λάου.
Ἔ, ἀντιληπτό, ναί, πληθαῖναν τά μηνύματά της κι ὡς ἐκ τούτου καί αἱ ἡμέτεραι ἀπαντήσεις· συνεπούμενα δέν παραμέναμε σέ σχόλια φωτογραφιῶν καί τοῦ πόσο ἔμορφη εἶνε ἡ ἑλληνικιά ὕπαιθρο - ὑπῆρχε μιά ἀνέλιξις πού λέγουσιν καί οἱ μορφωμένοι. Πούλησα μούρη, λογική κι εὐαισθησία, ἐξωκαρδίασα εἰπών περί τῶ γυναικῶνε πού δέν καταλαβαίνουν καί δέν ὑπολογίζουνε, τήν ἤκουσα πίσης νά παραπονῇται πού ὁ σύζυγος δέν τήν… ἐκτιμᾷ πιά, εἴπαμε, λέγαμε τά σώψυχά μας ἐπί μακρόν. Ἐπί μακρόν τήν ἄφηνα νά μοῦ ζαλίζῃ τά οὔμπαλα γιά τήν ἀσφυξία πού νοιώθει στήν σχέση-γάμο της, γιά τά φτερά πού τῆς κόβει ὁ ἀνεπρόκοπος κύριος ἄνδρας της. Συγκατάνευα μέ κατηγορηματικότητα στίς αἰτιάσεις της καί συνεφώνουν μέ ὅ,τι (μά ὅ,τι) κι ἄν ἔλεγε, προσέθετα μάλιστα πινελιές τρυφερᾶς κατανοήσεως… Κι ἀφοῦ δέν κατάλαβε ὅτι τέτοια ταύτισις μόνον ντεμέκ μπορεῖ νά εἶνε, τῆς ἐπέτρεψα νά γοητευθῇ πιότερο καί νά στείλω μάλιστα κι ἕναν κατακόκκινο βελζεβούλη στό μυαλό της. Φυσικά, εἴχομεν πρό πολλοῦ δώκει διαπιστευτήρια οἰκογενειακιᾶς καί κοινωνικιᾶς καταστάσεως ἀλλά καί τάς διαστάσεις τοῦ δέματος ἡμῶν – λίαν βασικόν τοῦτο τό ἔσχατον τό δίχως ἄλλο. Γώ χαρμάνης ὡς προεῖπον (πρέπει μάλιστα τότες νά ἤμην ἔτι παρθένος) τήν πάλευα συγκρατημένα, μέ περίσσια ἀναρώτησιν: Νά κυλισθῶ πρυνηδόν ἤ νά τήν κομπλάρω στό λάθος παρασύνθημα, προχώρει στό ἀληθές μέ ἕνα ἄκυρον στό τέλος; Δέν μοῦ ἀπαντοῦσε τό στρουθοκαμηλάκι ἐγώ μου, ἀλλά τό κακόν μικρόν. Ἔσχον γάρ χρόνο ἀκόμη…
Ὥσπου ἕνα βράδυ, ἐξοχοῦδος μέ ὑπηρεσιακό, εἶχα βγεῖ μέ ἄλλους συναλφέδους σέ ἕνα λειψῶν τετραγωνικῶν καί ἄνευ κουζινός κουτουκάκι καί ψωνίσαμε φαγιά. Γιά οὖζα δηλαδή εἴχομεν πάει, ἦταν καί καλοκαιράκι… Ξεροσφυράτα ὅμως δέν ἔλεγε, τσιμπήσαμε καί κάποια ἁρμόζοντα καί ταιριαστά γιά τό παραλιάτο καί ἁλιμούσιον πιοτί μας καί ἔλεγε ὁ εἶς στόν ἕτερο (ὅστις ἕτερος ἤκουγε μέ ἄφατο ἐνδιαφέρον) πόσες μέρες μετρᾷ μέχρι νά.
Ὅταν γυρίσαμε καί βολευτήκαμε στόν θάλαμο, βγῆκα γιά τσιγάρο - ἄχ, Μαρίτσα! – στάς παρυφάς τοῦ ὄρχου. Ἦτο ἕνα ὑπέχορο βράδυ προσφέρον πολλά πρός τήν καλλιέπειαν τοῦ παρόντος ἀλλά τό ἁλκοόλ εἶχε κομπλάρει τόν λυρισμόν τοῦ γράφοντος. Δυστυχῶς, ἤπρεπε γραφεῖον. Ἄντε τώρα μέσα στήν ζάλη, νά βγάλῃς ὑπηρεσίες μέ τόν φόβο τῆς γκρίνιας τοῦ πάσα ἕνα ἀγρινιώτη παρολίγον ἀθρώπου ἤ κάποιου κρητικοῦ μέ χρεία 732 ἐτῶν περαιτέρω κοινωνικοποίησης γιά νά χαρακτηριστῇ κρό μανιόν. Δέν γαμιόντανε! Ὅπως καθόταν θά τά σενιάριζα. Ἤλλαξα ἁπλῶς τά ὀνόματα στίς ὧρες τῶν πρό τριῶν ἡμερῶν περεσιῶν καί μοῦ ἔβγαλα διαταγή κινήσεως γιά τό πισί.
Μπούκαρα στό μέηλ μέσῳ μιᾶς παράκαμψης αὐτήν τήν φορά. Ἕνα ἀλερτάκι κάλυπτε τά συνήθη: Μιά καινούρια περεσία (περεσία; Κι ἄλλη σκοπιά; Δέν φτάνουν αἱ ἤδη τέσσαρες;) ὀνλάιν εὑρέσεως καί ἀμέσου ἐπικοινωνίας μέ τάς ἐπαφάς ὑμῶν! Ἔτσι ἔλεγε τό μέηλ, ἀληθῶς σᾶς λέγω· μά ποῦ ἤξερε ὅτι περετοῦσα στά στρατά; ’Ντάξ’, τό οὖζο μέ εἶχε βάλει νά ξεκινῶ ἀπό τήν τρίτη καί μέ γρατζουνισμένο μάλιστα σασμάν, ἄμαθος κιόλας, μοῦ πίστωσα κατανόηση. Καί πρίν τακτοποιήσω τό καθολικό, ἕνα τοῦκ ἠκούσθη καί κάτω δεξιά εἶδα μαζωμένα, μιάν ἄνω καί κάτω τελεία δίπλα σέ μιάν παύλα καί δίπλα πίσης μιά παρένθεσις μέ ἄνευ κενά ὅλα ταῦτα. Ἔ;
Κάποιος μέ ῥωτοῦσε τί κάνω ἀλλά ὄχι στήν συνήθη φόρμα τοῦ μέηλ, ὄχι, ῥωτοῦσε σέ στενότερο ἀπάγκι καί μάλιστα γωνιάτο. Ἀπάντησα καί μοῦ ἀπάντησε. Ἦταν αὐτή! Ἡ βλάμισσα ντέ! Καί ἤντουνα ἀπέναντί μου!
Σισώης μεγαλομάρτυρος, Φιλήμονος, Ὁνησίμου κι Ἀρχίππου κι ὁ ἥλιος εἶχε δύσει στίς ἐννιά παρά ἐννιά. 12 λεπτά πρό τῆς ἐκπνεύσεως τῆς ἡμέρας ταύτης κι ἐνῷ εἶχα ζεσταθῇ ἀδικαιολογήτως πολύ, μιλώντας γιά ὥρα γιά καημούς (κυρίως αὐτηνῆς) περί τό μέλλον, τό ἀπεφάσισα. Εἶχε προηγηθῇ ἀσκληπίειος πρότασις ἀπό τήν ἄλλη μεριά:
ε να καθησω λιγο επανω της για να την κανω καλα???
Στήν ἀνωτέρω «συνταγή» πού μοῦ προέτεινε, εἶχε μεσολαβήσῃ ἐκ μέρους μου μή ἀνερρυθρίαστος δήλωσις περί ἐπωδύνου στύσεως (sic).
Ντλάπηκα ποσῶς λίγο μέ ὅ,τι ἀξάφνως μοι εἶπεν/συνταγογράφησε, ἀλλά ἡ βαρβάτος τζούρα τοῦ παρακειμένου κονιάκ ἔβαλε ἕνα χεράκι (κι ἄααααλλο;) καί ἔκανα τό ἐπιπλέον καί καταλυτικόν βῆμα: Τῇ βοηθείᾳ webcameraς ἔδειξα τό πουλί μου· σέ μιάν 39 Μαΐων λογίστρια κάτοικον Ἁγιασοφιᾶς Πειραιῶς ὕπανδρον μητέρα δύο τέκνων (ἕνα παιδί κι ἕνα κορίτσι).
Ἄχ! Τί ἐνέχει (καί τί ἐπιφυλάσσει κυρίως) τό διαδικτυακόν (ἐνίοτε καί smsικόν) ξομολογητήρι ἀπό τύπισσες πού ξεδιπλώνουν τό μαράζι τους σέ προθύμους νά ἀκούσουν νέους! Μπορεῖ φυσικά, τό ἐκμυστηρευόμενο μαράζι μιᾶς μή ἀντεχούσης δεσμευθείσης νά ἀπέχῃ ἀπό ἕναν μέ τρέμουλο ὀργασμό, παρασάγγας ἑκατό, ἀλλά καί τό νομοτελειακό τῆς ἀπό τήν κάμπια πεταλούδας πόσο λιγότερο παράταιρο φαίνεται;
Καλέ ναί, ἡ μαντάμ εἶχε καημούς, ἀβεβαιότητες, προβλήματα, δισταγμούς, ἀμφιβολίες - καί ὅ,τι ἄλλο ἐπινοεῖ ὁ νοῦς γιά τό ἄνευ τύψεων δώσιμο ἀλλοῦ. Σίγουρα ὁ σύζυγος (ὅν πολύ ἠγάπα ὡς μέ διαβεβαίωνε πολλάκις) εἶχε περάσει λίγο μετά ἀπό μαγουλάδες καί πέτρα στά νεφρά, τήν ὑπ’ἐμοῦ προαναφερθεῖσα φαλλική ἀσθένεια-παθογένεια καί εἶχε γειάνει ὁριστικῶς. Ὄθεν ὀρθῶς εἶχα διαβάσει:
ε να καθησω λιγο επανω της για να την κανω καλα???
Τί μυαλό, τί πλοκή καί ἐν τέλει τί εὐφράδεια πού ἐπεδείκνυε ἡ ἀχαλίνωτος καύλα! Ἡ χορογραφία ἑνός σώματος καθώς πρός ἵασιν σέρνει τόν χορό ἕνας κόλπος δεχόμενος καί πνίγων σκληρό, ὑγρό κι ἀπωθημενάτο τσουτσούνι, τσουτσούνι ἄλλης φυσιογνωμίας καί χαρακτηριστικῶν τοῦ συνήθους, οὕτινος τόν ἰδιοκτήτη πολύ ἠγάπα ὡς μέ διαβεβαίωνε πολλάκις. Μμμμμ! Σπουδαία καί λίαν ἐρεθιστική εἰκών, ἄρχισα καί σχεδίαζα κι ἐγώ μερικά· ὅπως π.χ. νά αὐνανισθῶ (μέ τήν ὀρθή ἑρμηνεία τῆς πράξεως τοῦ βιβλικοῦ ἥρωος καί οὐχί τήν παραποιηθεῖσα) μάλιστα στά σινδόνια τοῦ συζυγικοῦ κρεβατιοῦ της – θἄπρεπε νά τῆς τό προέτεινα, νά ἐπεδείκνυα κι ἐγώ εὐγλωττία τῆς ὀχείας, χμ… ἴσως σέ κἄνα φεησμπούκι κάποια ἄλλη νύξ… Ἀλλά κι αὐτή… Μά γιατί χρησιμοποιοῦσε ἐνεστώτα;
τα θελω στο στομα μου...
να τα νιωσω ζεστα...
και να τα γλυφω με τη γλωσσα μου...
Καλέ; Τί ἦσαν ὅλα αὐτά; Τί μοῦ ἔγραφε ἡ λυσσάρα; Ἐντάξει κι ἐγώ δέν εἶχα ἁδρανήσει, εἶχα βάλει τό χερτήν πούτσα μου στό ἐπινίκιο κάδρο ἀλλά πόθεν τέτοια θάρρητα ἀπό μίαν σύζυγο, μητέρα καί οἰκοκυρά ἐκ τῆς δοξασμένης μάλιστα, ὑπερηφάνου καί οὐδεπέποτε τήν κεφαλή στούς σελτζούκους κλίναι φυλῆς τῶν μανιατῶν;
Γι’αὐτό καί σταμάτησα νά ἀπασχολῶ τίς χεῖρες μου στό πληκτρολόγιο οὐχί μόνον πρός διατήρησιν τοῦ εὐρύθμου τῆς αἱματώσεως τῆς μου βαλάνου ἀλλά διότι ἔδει νά ἀνακαλύψω ποῖον καί πότε αὐτῆς κομβίον δακτύλωσα ὥστε νά ἀπελευθερωθῇ καί νά ξεσπάσῃ τόσο ἀποκαλυπτικῶς ἡ μέχρι πρότινος συνεσταλμένη housewife καί νῦν ἀκράτητο μιλφόνι.
Ἔκανα σκρόλλ ἄπ καί εἶδα διαδοχικῶς, πρίν ἀπό τίς παραπάνω ἀτάκες της, στό πεδίον Βαγγέλης ἔφα:
exo gemisei ygra..
skeftomai omos kai tis roges soy... mallon ekei tha xefortoso…
eimai olos ygra… to kefalaki exei afrisei…
Εἶχα γράψει τέτοια αἰσχρά; Γώ; Πότε; Πωπωπώωωω! Δέν θυμόμουν πράμμα! Σκρόλλ ντάουν, σκρόλλ ἄπ, ἔψαχνα, ἔψαχνα, τίποτε ὅμως… Ὥσπου τό μάτι μου, ἄχ αὐτό τό μάτι! Κύλησε ἐκεῖ δεξιά, δίπλα ἀπό τό μάους… Τελικά ναί, τό κονιάκ εἶχε βάλει γιά τά καλά τό χεράκι του. Τόσο ὥστε νά ἔχῃ μάθει νά πλεκτρολογῇ καί νά κάνῃ παιγνίδι μόνο του…
Καί σύγκλινο Μάνης θά σέ ταΐσω πασάκα μου!
http://vangelakas.blogspot.com/2010/08/blog-post_17.html
Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010
I'm not easy (sic) but I'm true!
Μὲ τόση ζέστη καὶ πονεμένο τὸ κλιματιστικὸ τοῦ αὐτοκινήτου δὲν πολυψηνόμουν νἄβγαινα στὴν γύρα, ἄλλωστε αὐτοὶ οἱ μῆνες οὔτε σχολειὰ διαθέτουν, οὔτε φροντιστήρια, οὔτε ἐγγλέζικα, οὔτε καὶ κλειδοκύμβαλα· ποιός νὰ κυκλοφορήσῃ ἔξω μ’αὐτὸν τὸν καύσωνα;
Βαριόμουν ὅμως στὸ σπίτι, βαριόμουν πολύ. Ἐπαναλήψεις στὴν τβ, βιβλία σὰν φασολάδα γιὰ τέτοιο καιρό, φίλοι/γνωστοὶ/συγγενεῖς διακοπεύοντες, ἡ γυναίκα μου στὸ χωριὸ μὲ τὸ ἀγγὀνι.
Κύτταξα τὸ ῥολόι, ἦταν πολὺ νωρὶς ἀκόμα, πῶς μωρὲ θὰ περνοῦσε ἡ ὥρα;
Ἔτσι, τ’ἀποφάσισα.
Ἔκανα ἕνα μπανάκι, πῆρα ἀπὸ τὴν ντουλάπα ἕνα μακρυμάνικο πουκάμισο καὶ τσίμπησα τὸ κλειδὶ τοῦ ἀμαξιοῦ. Τράβηξα νοτιανατολικά.
Οἱ δρόμοι τί καλοί! Οἱ ἐρημιὲς ἔτεκαν ταχύτητες κι οἱ ταχύτητες γεννοῦσαν ἕναν κάποιον - ἔστω ζεστό - ἀέρα ὁπότε δὲν ἦσαν καὶ τόσο τραγικὰ τὰ πράγματα.
Ἀπὸ Βουλιαγμένης ἔστριψα ἀριστερὰ στὸ σῆμα τῆς Ὀλυμπιακῆς, ἔπιασα τὴν Γερουλάνου μέχρι καὶ τὸ τέλος της, μᾶλλον λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος της καὶ πάρκαρα· μερικὰ μέτρα μετὰ ἀπὸ στάση λεωφορείων, ἀπέναντι ἀπὸ ἕνα πλατειάτο συντριβάνι.
Τακτοποιήθηκα λιγουλάκι, ἔσουρα τὸ κάθισμα πίσω, χαλάρωσα τὸ κορδόνι τοῦ σὸρτς καὶ φόρεσα τὸ μακρύ, χειμερινὸ πουκάμισο. Κύτταξα γύρω, μιὰ ἐρημιὰ τόσο αὐγουστιάτικη κι ἡ λαύρα νὰ σκιάζῃ τὰ πάντα. Ὁ κόσμος ὅλος τὴν πάλευε στὰ σπίτια του μὲ κλιματισμοὺς καὶ ἀνεμιστῆρες, ποιὸς θὰ γυρόφερνε μεσημέρι τέτοιας Κυριακῆς; Μᾶλλον λάθος εἶχα κάνει ποὺ κίνησα τέτοια ὥρα, τέτοια μέρα...
Ἄποψη διαφορετικὴ εἶχε ὁ κεντρικὸς καθρέπτης τοῦ ἀμαξιοῦ. Δι’αὐτοῦ, τὸ μάτι μου ἔπεσε σὲ μιὰ τύπισσα μὲ μιὰ πλαστικὴ τσάντα στὸ χέρι ἡ ὁποία διέσχιζε τὸν δρόμο κι ἐρχόταν πρὸς τὰ μένα. Ἦταν ἀρκετὰ ψηλὴ καὶ μὲ μακριὰ πόδια, καμία σχέση μὲ τὶς χαμηλοκῶλες ἑλληνίδες, ἴσως νὰ εἶχε ξεμείνῃ ἀπὸ τὴν βάσι τοῦ Ἑλληνικοῦ – ἦταν κι ἡ ἡλικία της τέτοια ποὺ ταίριαζε, τέλειο κούγκαρ! Χαρακτηριστικὰ προσώπου δὲν πολυδιέκρινα ἀλλὰ δὲν τὰ ἔκανα γιὰ τόσο ἱμεραπωθητικὰ - ἄσε ποὺ τέτοιες κυρίες εἶναι πάντα ἀνεκτικὲς ἕνεκα τὸ ἀπόμαχο ποὺ τοὺς ἔχει προκύψει...
Πλησίαζε μὲ βῆμα βιαστικὸ καὶ ῥυθμὸ ζὶγκ ζὰγκ ἀναζητοῦσα σκιὰ ἀλλὰ κάτι μουριὲς ἀπέσχον ἀρκετά. Χτυποῦσε τὴν σακούλα στὸν γοφό, κίνηση ἐξόχως παιδική ἡ ὁποία μὲ ἔκανε νὰ τὸ ἀποφασίσω. Ἔβαλα μπροστὰ τὴν μηχανή, μάρσαρα, ξεκούμπωσα τὸν γναμπτήρα τοῦ σὸρτς καὶ γρήγορα φόρεσα τὸ πουκάμισο, ἀφήνοντάς το λεύτερο πάνω μου καὶ ξεκούμπωτο. Τὴν κύτταξα καλὰ ὅσο μποροῦσα πιὸ καλὰ καὶ μοῦ ξεκίνησα τὸ πάρεργο.
Μὲ συγχωρῇτε... Συγγνώμη... Ξέρετε ποῦ εἶναι ἡ ὁδὸς Κύπρου;
Διέκοψε ἀπότομα τὴν πορεία της καὶ ἐστράφη, γύρισε δεξιὰ πρὸς τὰ ἐμένα, στὸ παρκαρισμένο αὐτοκίνητο, ἡ σακούλα λόγῳ τῆς ἁδράνειας σχεδὸν τὴν χτύπησε στὸ στῆθος.
Ὁρίστε; Πῶς εἴπατε;
Φανερὰ ξενικὴ προφορά, ὑπῆρχαν και φακίδες στὸ πρόσωπο χωρὶς νὰ κρύβουν ὡστόσο ὅτι διήνυε τὴν πέμπτη δεκαετία τῆς ζωῆς της. Ἒ καί;
Ψάχνω γιὰ τὴν ὁδὸ Κύπρου, ξέρετε κατὰ ποῦ πέφτει;
Καθὼς ἐγὼ ἐπαναδιετύπωνα τὴν ἐρώτηση καὶ αὐτὴ μὲ προσέγγιζε, φθάνοντας στὸ βεληνεκές μου, χαμογέλασα καλιγούλεια. Δὲν χρειάστηκε νὰ παραμερίσω τὸ πουκάμισο, ἡ κίνησή μου ἦταν ὑπὲρ τὸ δέον ἀποκαλυπτικὴ μέσα στὴν ἔξαψη.
Ἔχμ... Ὅπως εἶστε τώρα, θὰ συνε... Θὰ συνε... χίσετε...
Τὸ χέρι της ἦταν στὴν ἔκταση καὶ ἔδειχνε μπροστά. Ἐγὼ συνέχιζα νὰ κλιμακώνω τὸ χαμόγελο, ἀπὸ τὸ ἀθῶο ἑνὸς ἐξυπηρέτηση ζητοῦντος σὲ σαρδόνειο κάποιου ὀλίγον ἰδιορρύθμου καὶ σχεδὸν ἀνεπαίσθητα κινοῦσα πρὸς τὰ κάτω τὰ φρύδια καὶ τὰ μάτια ὥστε νὰ καταδείξω ὅτι γνώριζα ποῦ ἡ Κύπρου! Ἀλλοῦ τὸ θέμα, καλή μου... Τὸ χαμόγελο μάλιστα εἶχε ἁπλωθῇ σὲ ὅλο τὸ στόμα, σὲ ἀνοικτὸ στόμα σὲ κεφάλι ποὺ ἁμυδρὰ ἀνεβοκατέβαινε τηρώντας τὸν ῥυθμό. Προσπαθοῦσε νὰ ἐξηγήσῃ ἀλλὰ κόμπιαζε. Κόμπιαζε, ἀκριβῶς τὶς στιγμὲς ποὺ κατηφόριζε τὸ βλέμμα της πρὸς τὸν τρίτο τῆς παρέας γιὰ μιὰν μόνο στιγμὴ καὶ ἐπανερχόμενη ἄμεσα στὰ μάτια μου, συνέχιζε νὰ ἐξηγῇ. Κόμπιαζε, δὲν φαινόταν νὰ τὸ πιστεύῃ, ἴσως καὶ τὸ πουκάμισο νὰ ἔκρυβε λίγο ἀπὸ τὸν δέκτη τοῦ εὔρυθμου χαδιοῦ μου, ἀλλὰ κάποιο τραύλισμα στὴν παλάμη μου, ἕνας σπασμός, ἕνα πάγωμα στὸ χαμόγελο τῆς ἔδιωξε κάθε ἀμφιβολία.
Κύτταξε χαμηλά, εἶδε, γούρλωσε τὰ μάτια, ὀπισθοχώρησε καὶ ἄρχισε νὰ φωνάζῃ:
Ἄααααργκ! Σὰν ἂβ μπίτς! Γιοῦ φίλθυ ρητάρτηντ φρίκ!
Κύττα πῶς ἔκανε ἡ πατσαβούρα! Κύττα την πῶς ἔκανε! Ἀφοῦ μωρὴ ἔχεις νὰ δῇς τέτοιο ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ νῦν συνταγματάρχης ἐν ἀποστρατεία σύζυγός σου ἀποφοιτοῦσε ἀπὸ τὴν Σχολὴ Εὐελπίδων, σὲ χαλάει τώρα μιὰ μεσόγειος τσουτσοῦ; Ἄει χάσου!
Καὶ χάθηκε, ἔφυγε σχεδὸν τρέχοντας μὲ τὴν σακούλα νὰ ἀκολουθῇ κατὰ πόδας.
Φφφφφ! Ἡ σύγχυσις εἶχε χαλάσει τὴν καλλιγραφία μου καὶ ἤθελα χρόνο γιὰ νὰ ἐπανερχόμουν. Καλὴ φάσις πάντως, ἔστω βραχείας διαρκείας, ἦταν καλὰ καὶ γουστάρισα, ἡ μαντὰμ τὸ εἶχε, τρελλὴ ἐμπειρία, ὅ,τι ἤξερε ἡ μήτρα της δὲν θἄξερε οὔτε ἡ Δομή.
Σκούπισα λίγο τὸν ἱδρώτα μου καὶ συμμαζεύτηκα. Ἄδραξα μιὰν ἐφημερίδα καὶ ἔπιασα νὰ διαβάζω τὰ διανυκτερεύοντα φαρμακεῖα. Ποῦ καὶ ποῦ κυττοῦσα μπροστά, κυττοῦσα καὶ τοὺς καθρέπτες ἀλλὰ δὲν κινεῖτο τίποτε, ἐκτὸς ἀπὸ δυὸ παπποῦδες οἱ ὁποῖοι παρὰ τὸν καύσωνα μὲ σακάκι μάλιστα πέρασαν δίπλα μου παίζοντες τὰ μπεγλέρια τους πολιτικοσυζητῶντες φυσικά. Μερικά, ἐλάχιστα αὐτοκίνητα διέρχονταν μὲ παράθυρα ἑρμητικῶς κλειστὰ καὶ μούρτζουφλους ὁδηγούς.
Ἄκουγα ἀθλητικὸ ῥαδιόφωνο, εἶχα πρὸ πολλοῦ τελειώσει τὴν στήλη μὲ τὰ φαρμακεῖα καὶ τὰ κοινωνικὰ ἀλλὰ τίποτε γύρω μου. Ἡ προηγούμενη ἐμπειρία μὲ τὴν τύπισσα μοῦ φαινόταν ἤδη πολὺ μακρυνὴ (καὶ ἀνατομικῶς δηλαδὴ) κι ὅπως ἔδειχνε, χωρὶς τὴν πιθανότητα ἐπανάληψης ὁμοίου περιστατικοῦ - τί κρίμα ῥὲ γαμῶτο! Κι ἦταν τόσο ἐρημικά, δὲν ὑπῆρχε καὶ φόβος λιντσαρίσματος ἂν καὶ ποιὰ ψόφια τολμᾷ νὰ ἐπιτεθῇ ἢ νὰ δημιουργήσῃ σκηνή ὅταν προκαλῇ τόσο; Τὸ λέω ἐγώ, μὴ ἀντιμετωπίσας τὸ παραμικρό, χρόνια ἀναζητὼν ὁδοὺς τῶν νοτίων προαστείων!
Πάνω ποὺ σκεπτόμουν νὰ κινηθῶ πιότερο νοτιοανατολικά, πρὸς τὴν παραλία δηλαδή, ἔνθα ἦταν προσφορότατο τὸ ἔδαφος μὲ μπόλικες ἡδονοβλεψίες κυρίες καὶ δεσποινίδες, εἶδα μπροστά μου νὰ ἐμφανίζεται μιὰ κοπελίτσα - ἀρκετὰ κοντά μου, τὴν ἔκρυβε μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγο ἕνα περιπτέρι. Διέθετε ἕνα προσωπάκι τόσο ἀθῶο καὶ ἀψεγάδιαστο ποὺ ἀμέσως σκέφθηκα τί ἐκφράσεις θὰ ἔπαιρνε ὅταν θὰ μὲ ἔβλεπε νὰ «τὸ ῥωτῶ ποῦ ἡ ὁδὸς Κύπρου».
Ἄναψα τὴν μηχανὴ καὶ ἄπλωσα πάλι τὸ πουκάμισο πάνω μου. Δυσκολεύτηκα πάντως νὰ ξεκουμπωθῶ, εἶχα ἀνταποκριθῇ τόσο ἄμεσα μὲ τὴν περιέργεια ἐκείνη, ἔνοιωθα σὰν τοὺς μεγάλους ἐπιστήμονες οἱ ὁποῖοι ἵσταντο συγκεκινημένοι ἐνώπιον μιᾶς μόλις ἀποκαλυφθείσης σημαντικῆς ἐφευρέσεως! Εἶχε πλησιάσει γιὰ τὰ καλά, ἕνα σωματάκι τόσο ἄγουρο καὶ ἄμαθο τοῦ θυσαυροῦ ποὺ ἔσερνε μαζύ! Φοροῦσε ἕνα σὸρτς ποὺ ἀποκάλυπτε λευκὰ πόδια ἐνῷ τὸ ἀμάνικο φανελλάκι φανέρωνε στὸν θώρακα δύο ἀσύμμετρα μὲν κυδώνια ἀλλὰ τόσο στέρεα, τόσο ἐπιβλητικά, τόσο δωρικὰ ποὺ θὰ μποροῦσε ἐκεῖ νὰ στήσῃ μιὰν συσκευὴ rds δείχνοντάς μου ὅτι ἡ πλατεία τῆς Ἁγίας Τριάδος προηγεῖτο τῆς ὁδοῦ Κύπρου. Ἡ περπατησιά της δὲν εἶχε τίποτε τὸ θηλυκὸ ἀλλὰ ἤμουν τόσο γοητευμένος…
Συγγνώμη, ψίτ! Κοπελιά! Ψίτ! Μὲ συγχωρεῖς, ξέρεις πῶς θὰ πάω στὴν ὁδὸ Κύπρου;
Δὲν κατάλαβε ἢ δὲν ἄκουσε μᾶλλον, ἕνα τρίτο ψὶτ τῆς γύρισε τὸ κεφάλι.
Ὁδὸς Κυπρλλλτρρτρσσσσς; Μήπως ξέρεις ποῦ εἶναι;
Ῥώτησα σὲ ντεσιμπὲλ ἁρμόζοντα σὲ περίπτωση ποὺ κάποιος κοιμόταν δίπλα μου, ὥστε μὴ ἀκούγοντας ἡ κοπελίτσα καθαρά, νὰ μὲ πλησιάσῃ. Ἔφθασε λοιπόν, ἦρθε πολὺ κοντὰ καὶ συνοφρυώθηκε:
Τί εἴπατε;
Κούνησα κι ἐγὼ τὰ φρύδια μου, προσπάθησα νὰ ἀκουμπήσω τὸ πηγούνι στὸν λαιμό μου κυττώντας της ὅμως καρφωτικά.
Ψάχνω… Ψάχνω μιὰν ὁδό. Τὴν Κύπρου. Ποῦ εἶναι, ξέρεις, καλό μου κοριτσάκι;
Τὸ χέρι μου παραληροῦσε, ἦταν περίεργο ποὺ μποροῦσα καὶ ἐξέφερα ὅ,τι τῆς εἶπα, τὸ πουκάμισο ἀνέμισε σὲ μιὰ ξαφνικὴ παρόρμηση ἑνὸς αὐγουστιάτικου μελτεμιοῦ. Τὸ κορίτσι μὲ πάντα ἔκφραση ἀπορίας κύτταξε πρὸς τὰ πάνω, σὰν μαθήτρια ποὺ μόλις ἔχει ἐρωτηθῇ γιὰ τὴν πρωτεύουσα τῆς Ῥουάντα. Θυμήθηκε - ὄχι τὴν Κιγκάλι – θυμήθηκε τὴν πορεία ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ πάρω καὶ χαμογέλασε.
Ἴσια, στὴν πλατεία καὶ στὸ στενὸ τῆς ἐκκλησίας θ γιατί τὸ κάνετε αὐτό;
Παρακαλῶ; Γιατί τὸ ἔκανα αὐτό; Ἀθῶο μου κορίτσι! Οὔτε αὐτὸ δὲν καταλάβαινε; Ὥστε λοιπὸν τόσο μικρὸ ἦταν; Μειδίασα λίγο ἀλλὰ συνέχιζα τὴν δουλειά μου, ἡ ἀπειρία του μοῦ κλιμάκωνε τόσο πολὺ τὸν ἐνθουσιασμό!
Γιατί τὸ κάνετε αὐτό; Βλέπω, στὸ μέρος ἐκεῖ κάτω, στὰ σφιχτά σας δάχτυλα νὰ γυαλίζῃ μιὰ βέρα, εἶστε παντρεμένος, δὲν διοχετεύετε στὴν σύζυγό σας τὶς ὁρμές σας; Γιατί προτιμᾶτε κάτι τέτοιο;
Καλέ! Τί μοῦ ἔλεγε τὸ μικρό;! Τὸ ὁποῖο μικρὸ δὲν ἦταν τόσο μικρὸ κι ἀνώριμο τελικά! Σεξουαλικὴ ὑγιεινὴ θὰ ἀρχίσῃ τώρα νὰ μοῦ διδάσκῃ; Δὲν εἴμαστε καλά!
Δὲν μοῦ μιλᾶτε; Μιλῆστε μου! Γιατί ἐπιλέγετε τέτοιους τρόπους ἰκανοποίησης; Γιατί δὲν συμβουλεύεστε κάποιον εἰδικό; Δὲν εἶναι ντροπὴ στὶς μέρες μας!
Μήπως ἔχεις καμιὰ καρτούλα, κάποιον νὰ μᾶς προτείνῃς; Βρὲ γιὰ κάνε μου τὴν χάρη! Καὶ ἀμίλητα συνέχιζα, ἐκνευρισμένος λίγο μὲ τὸν ὄψιμο πατερναλισμὸ ἑνὸς σχεδὸν ἀνηλίκου!
Μιλῆστε μου! Ντρέπομαι ποὺ ἕνας καθ’ὅλα φυσιολογικὸς ἐξωτερικὰ κύριος προσφεύγει σὲ τέτοιες μεθόδους ίκανοποιήσης!
Ἄααααα! Κύττα τώρα μπλέξιμο! Κύττα ποὺ πέσαμε στὴν ντόκτωρ Ῥοῦθ! Παρὰ ταῦτα πάντως παρέμενα μεγαλόπρεπος καὶ μὲ μιὰ ἀξεπέραστη οἴηση! Τὸ κοριτσάκι μὲ κυττοῦσε ἐπιτιμητικὰ κι ἐγὼ προλαβαίνοντάς την στὸ ξενέρωμα, γιὰ νὰ τῆς τὴν σπάσω, σούρωσα στὴν κοιλιὰ τὸ πουκάμισο καὶ τὴς ἔδειχνα τό…δαχτυλίδι μου - χωρὶς αὐτὸ νὰ ἀπομακρυνθῇ τῆς ζώνης εὐθύνης ποὺ ὅριζαν τὰ δάκτυλά μου… Νὰ νὰ νὰ νὰ νάαααα! Μπροστά, πίσω, δεξιά, ἀριστερά, χαμηλά, ψηλά…
Λυπᾶμαι, λυπᾶμαι πολύ. Ἀλήθεια.
Καὶ στράφηκε στὸν δρόμο της μὲ μιὰ καθυστέρηση τεσσάρων λεπτῶν. Δὲν γύρισα νὰ τὴν κυττάξω, οὔτε κἂν στὰ πέριξ δὲν ἔριξα μιὰ ματιὰ γιὰ τὸν φόβο περαστικῶν. Κάθιδρος ξαπλώθηκα στὸ κάθισμα, ἔφτιαξα τὰ ῥοῦχα μου καὶ χαυνωμένος προσπάθησα νὰ ἠρεμήσω. Φοῦυυυυ, καιρὸ εἶχα νὰ ζήσω κάτι τόσο ἔντονο. Τόσο ἔντονο ποὺ δὲν ἤθελα νὰ γυρίσω ἀκόμα στὸ σπίτι. Ἔπρεπε ὄμως νὰ φύγω, τὸ μέρος ἐκεῖ ἦταν πλέον καμμένο, ἄσε ποὺ μπορεῖ ἡ κοπελίτσα νὰ γύριζε παρέα μὲ κἄναν κοινωνικὸ λειτουργό! Γιὰ τέτοια ἤμαστε;
Ξεκίνησα λοιπὸν καὶ ἄρχισα νὰ γυρίζω στὴν γειτονιά. Μὲ τὸν νοῦ μου σὲ διέγερση, μιὰ ἀνησυχία ἡ ὁποία μὲ ἔσπρωχνε ὅσο τὸ δυνατὸν μακρύτερα. Ἔστριβα ὅπου ἔβλεπα φαρδὺ δρόμο, παραβιάζοντας τὶς μονοδρομήσεις καὶ ἔψαχνα κάποιο ἀλσύλιο. Βρέθηκα σὲ μιὰ περιοχὴ μὲ θέα στὸν ὀρεινὸ ὄγκο μὲ πολλὲς πλατεῖες. Χμ… Καλὰ ἦταν. Ἄμεσα ξέχασα τοὺς φόβους μου καὶ ἄραξα κάτω ἀπὸ ἕναν εὐκάλυπτο. Ἄναψα ἕνα τσιγάρο καὶ γιὰ μιὰ στιγμὴ δὲν ἔψαχνα γιὰ τὸ ἑπόμενο θήραμα - ἤλεγχα ὅμως τὴν γειτονιά, ἂν ἔβλεπα κἄναν παπποῦ νὰ κάθεται σὲ μπαλκόνι, ἒ ἐντάξει. Ἦταν καθαρὰ πάντως…
Θὰ ἄναβα κι ἄλλο τσιγάρο ἀλλὰ ξαφνικὰ πετάχτηκε ἀπὸ μιὰ καγκελόπορτα μιὰ κοπέλα. Ξανθούλα, μὲ κοντὸ μαλλί, κοντούλα καὶ εὐκίνητη. Εἶχε τὸ κινητὸ στὸ αὐτί της, ἦταν φανερὸ ποῦ μιλοῦσε, δὲν ἀκουγόταν φυσικὰ κάτι, ἀλλὰ ἦταν φανερό. Εὐτυχῶς ἐρχόταν πρὸς τὸ μέρος μου· δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ κάνω κύκλο καὶ νὰ χρειαστῇ νὰ κάτσω σὲ ἄλλο μέρος χωρὶς πρῶτα νὰ τὸ ἔχω ἐλέγξει. Ἐρχόταν σχεδὸν τρέχοντας καὶ τὰ μέλη της ἐπίσης συμμετέσχον στὸν ἐνθουσιασμό της, ποῦ πήγαινε ἄραγε; Δὲν χρειαζόμουν περισσότερα. Ἄναψα τὴν μηχανὴ καὶ ἔγειρα στὸ κάθισμα τοῦ συνοδηγοῦ…
Συγγνώμη κοπελιά καὶ ὅπλιζα τὸ 38άρι μου ἀσφαλίζοντάς το μὲ τὸ πουκάμισο… Συγγνώμη, ἡ ὁδὸς Παλιγεννεσίας εἶναι ἐδῶ κοντὰ ἢ ἔχω χαθῇ;
Μᾶλλον χαθήκατε. Χα χά! Δὲν τὴν ξέρω, ξέρω ὅμως τὴν περιοχὴ καὶ σᾶς βεβαιῶ ὅτι δὲν εἶναι κοντὰ ἐδῶ…
Δὲν σταμάτησε καθόλου ἐνῷ μοῦ ἀπαντοῦσε. Συνέχιζε τὸ βιαστικό της βῆμα. Σπουδαῖο κορμί, ἀδύνατο κι ἀθλητικό. Δὲν θὰ ἔχανα τῆν εὐκαιρία. Ἔβαλα τὴν ὄπισθεν καὶ μὲ ἀργὴ παρέλασης ταχύτητα, παρέμενα δίπλα της. Τί νὰ πρωτοήλεγχα; Αὐτήν, τὸν δρόμο ἢ τὸν τυπὰ ποὺ οἱ ἀνάγκες του μὲ εἶχαν μεταναστεύσει σήμερα; Καὶ μέσα σ’ὅλα φυσικά, ὑπῆρχε καὶ ἡ ἀνάγκη νὰ μὲ δῇ ἡ κοπέλα. Σήκωσα ἀπότομα τὸ χειρόφρενο καὶ στὸν θόρυβο τῶν λάστιχων, σταμάτησε ἀπότομα καὶ μὲ κύτταξε. Ἦρθε κοντὰ καὶ ἄ! Ὅμορφα! Τώρα ἦταν ὅμορφα! Υἱοθετώντας ἕνα χαζούλικο ὕφος μὲ τὸ ἀνάλογο χαμόγελο καὶ τὸν ἁρμόζοντα ῥυθμὸ στὸ χέρι μου, τὴν ῥώτησα:
Καὶ πῶς θὰ φύγω ἀπὸ ἐδῶ; Ἔχεις καμιὰν ἰδέα;
…χωρὶς φυσικὰ νὰ παραλείψω μιὰ ἀτακτοποίηση τοῦ ὑποκαμίσου, καθὼς τελείωνα τὴν φράση μου. Εἶχε μείνει ἀκίνητη, ἐντελῶς ἀκίνητη καὶ εἶχε ἀναλάβει ἕνα σκερτσῶδες ὕφος, αὐτὸ ποὺ δηλώνεται μὲ προφὶλ προσώπου τριῶν τετάρτων. Δὲν κυττοῦσε χαμηλὰ ἀλλὰ δὲν μπορεῖς νὰ διακρίνῃς ἀκόμα κι ὅταν βλέπῃς τὸ πρόσωπο τοῦ ἀπέναντι, τί ἄλλο κάνει τὸ σῶμα του; Τὸ ἔβλεπε, μὲ ἔβλεπε φυσικά. Κι ἐγὼ μὲ συνεχῶς διογκούμενο θάρρος ἀπὸ τὴν ψύχραιμη μέχρι παρεξηγήσεως συμπεριφορά της συνέχιζα κορυφώνοντας τὴν κίνησή μου. Ὡστόσο δὲν ἀφηνόμουν· ἦταν ὅλα τόσο περίεργα κι αὐτὴ δὲν μιλοῦσε, παρότι φαινόταν πὼς ἤθελε ἄπειρα νὰ πῇ, δὲν μιλοῦσε, δὲν ἔλεγε τίποτε παρὰ μόνον τὰ χέρια εἶχε σταυρώσει καὶ μὲ κυττοῦσε, προσηλωμένη χωρὶς νὰ μετακινῇ μοίρα τὴν ματιά της.
Λοιπόν; Ἔχεις καμιὰν ίδέα; Κάτι νὰ προτείνῃς;
Πλησίασε, τόσο ὥστε νὰ μυρίζω τὴν δυόσμο τσίχλα της, ἔβαλε τὰ χέρια στὴν πόρτα καί ἐμμέτρως, μοῦ εἶπε:
Σήμερα ποὺ ’ναι τ’ ἀη γιαννιοῦ, τιοῦ Θιοῦ ζητῶ μιά χάρη
τοῦ χρόνου σὰν καὶ σήμερα νὰ γίνουμε ζευγάρι.