Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

Μὴ ὁμῶσαι ὅλως

Τ λόγια πο βαφτίζονται σ κλάιμα, ο διήγησες, ο κουβέντες κα ο κμυστήρευσες πο φιλτράρονται σ δάκρυα κα συνοδεύονται π τέτοια, εναι ρκοι.


Γι’ α
τό, παρότι εχα τόσα δε, τν πίστεψα.

Ε
σαι μοναδική μου, μο λεγε ξεπερνώντας ναν ναστεναγμ καθς μ τν ντίχειρα πλεγμένο στ μανίκι σκούπιζε τ βλέφαρά του.

Ε
σαι μοναδική μου. Επε κα κάτι λλα πο δεσαν τόσο μορφα μ τν φορισμό του κενο πο παρότι εχα τόσα διαβάσει, τν πίστεψα κα τν συγχώρησα. Προσέθετε περισσότερα, πάντα ν μέσ λυγμν, κάτι λλα τόσο μορφα, τόσο γλυκ πο μέχρι ίμα καναν μ τν ρχική του δήλωση: «Εσαι μοναδική μου». Ο ίμες πγαν κι μπλεξαν κα γίναν μαντινάδες. Τν εχα πιστέψει. Τ λόγια πο επώνονται μέσα σ δάκρυα εναι ρκοι.


http://vangelakas.blogspot.com/2010/08/blog-post_03.html




Βρώμικος, ἐλεεινὸς καὶ κουρασμένος

Ἔτσι μοῦ διηγήθηκε, γιομάτος ἐγωϊσμὸ καὶ ἔπαρση, πὼς ἔφθασε στὸ θέρετρο, ἔδειξε κορμάρα στὶς μπίτσιζ (καὶ στὶς μὲν καὶ στὶς δὲ), ἄραξε τὰ βράδια στὰ μπὰρ μὲ ὕφος σκεπτικὸ τύπου «κάτι μοῦ κόλλησε στὸ δόντι καὶ προσπαθῶ νὰ τὸ βγάλω χωρὶς νὰ καρφωθῶ» καὶ πρὶν κλείσῃ βδομάδα, ὁ μόνος Ἀχιλλεὺς ποὺ θυμόταν ἦταν ἐκεῖνος τοῦ Πατρόκλου - ἢ μήπως εἶπε γιὰ τὴν τοῦ Ἀγαμέμνωνος Κλυταιμνήστρα; Κάτι προχρίστειο ἀνέφερε.

Τοῦ’πα τοῦ μπαγλαμά, νὰ μὴν βιάζεται καὶ νὰ μὴν ἐν θερμῷ κινῆται. Νὰ μὴν πειραματίζεται προσπαθώντας νὰ ἀποδείξῃ κάτι καὶ ἔτσι νὰ χάνῃ τὴν οὐσία.

Καὶ τί μοῦ ἀπεκρίθη ὁ κερατάς:

Σιγὰ τώρα ποὺ μοῦ παριστάνεις τὸν Παλαμᾶ· «πάντα νά καρτερῇς αὐτὸν ποὺ πάντα λείπει».

Τί κρίμα… Ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο ἐννοοῦσα ἀπὸ αὐτὸ ποῦ κατάλαβε τὸ παραληροῦν μυαλό του ἀλλὰ δὲν γινόταν νὰ_____________________________________________ ___________ ___________ _____________________________________________


http://vangelakas.blogspot.com/2010/08/blog-post_5702.html

Γνώση στερνὴ

Ἔπρεπε νὰ τὸ εἶχα καταλάβει. Ὄχι ἀπὸ τὸν πρῶτο καιρό, ὄχι νὰ χρειαζόταν λίγος χρόνος - ὥστε νὰ τὴν καταλάβω – νὰ περάσῃ.

Ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγμή· ἔπρεπε, τὴν νύχτα ποὺ μοῦ δώθηκε, νὰ εἶχα καταλάβει.

Ἦταν ἕνα βράδυ γεμάτο ὑγρασία κι ἤμαστε κοντὰ στὴν θάλασσα.

Δὲν θυμᾶμαι πῶς συναντηθήκαμε, εἶχα προσπαθήσει πολὺ καὶ μὲ κάθε τρόπο, καὶ πάντα χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ὅταν πῆρα νὰ τὴν ξεχνῶ παραιτούμενος, ἴσως ἀπὸ σύμπτωση, ἴσως ἐπειδὴ τὸ ἀντιλήφθηκε, ἐπανῆλθε. Κι ἐγὼ σὰν παιδὶ μπροστὰ σὲ ἀείποτε ὑποσχόμενο καὶ γιὰ καιρὸ μὴ πραγματοποιούμενο δῶρο, τσαλαπατώντας κάθε ἀπομεινάρι ἀξιοπρέπειας κι ἐγωισμοῦ, ἔτρεξα.

Σὲ ἕνα βράδυ μὲ ἄγχος, δισταγμὸ καὶ ἀμφιβολία, λίγο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, κοντὰ στὴν θάλασσα.

Μὲ ἁλκοὸλ καὶ συζητήσεις, χαμόγελα καὶ θωπεῖες, ἵμερο καὶ ὑποσχέσεις.

Κι ἡ μουσικὴ δυνατά· χρειαζόταν νὰ πλησιάζω τὸ αὐτί μου στὸ στόμα της γιὰ νὰ τὴν ἀκούω κι ὅ,τι ἔλεγε, ὄχι τὰ λόγια ἀλλὰ ἡ ἀνάσα της, ἔκανε τόσο φανερή τὴν σύντομα πραγμάτωση τῶν ὑποσχέσεων. Παρότι σκοτεινὰ καὶ δὲν τὴν κύτταζα, ἔνοιωθα τὸ χαμόγελό της καθὼς αὐτὸ νόθευε τὰ χείλη της ποὺ θὰ ἔπρεπε ἀλλιῶς νὰ πλέκωνται στὴν ἐκφορὰ κάποιων φθόγγων. Ὑψώνοντας τὴν φωνή της λόγῳ κάποιου κρεσέντο τῆς μουσικῆς ἔκλυε οἰνόπνευμα ἡ ἀναπνοή της ἀλλὰ δὲν μὲ δυσαρεστοῦσε καθόλου… Κι ἕνα τρελλὸ λίγωμα μὲ κατέκλυε καθὼς τὸ χέρι της εἶχε ἀφεθῇ θωπεύοντας τὸ μπράτσο μου καὶ ἀφύπνιζε ἕναν ἀνέκαθεν ἵμερο.

Εἶχε περάσει γρήγορα ἡ ὥρα, σηκωθήκαμε, φύγαμε καὶ βγήκαμε στὴν λεωφόρο, ἀργὰ πολύ, ἐρημιὰ παντοῦ κι ἠσυχία. Ἔτρεχε μπροστὰ καὶ φώναζε, τραγουδοῦσε κι ἔκλαιγε γυρίζοντας πότε πότε τό βλέμμα της πάνω μου πού σάν γάτας γυάλιζε στό σκοτάδι.Τὴν ἀκολουθοῦσα μὲ συνεχῶς ἐνδοιασμό, ἴσως μάλιστα καὶ νὰ κάπνιζα καὶ κάποιες παλιές, ἀσυγχώρητες κι ἀνομολόγητες ἐνοχὲς μοῦ ἐμπόδιζαν καθαρὴ σκέψη. Τὴν κυττοῦσα καὶ μάντευα, προοϊκονόμευα. Δὲν ἤξερα ὅμως, δὲν κατάλαβα, δὲν εἶχα καταλάβει – θὰ ἔπρεπε, ναί.

Κι ἦταν τόσο εὔκολο, τόσο προφανές!

Στάθηκε λίγο ἀπόμερα τῆς λεωφόρου. Τεράστιοι εὐκάλυπτοι στὴν μέση μὲ σχεδὸν ἁπτὴ πάχνη στὴν κίτρινη κι ἀρρωστιάρικη ἀτμόσφαιρα. Ποῦ καὶ ποῦ περνοῦσε κάποιο αὐτοκίνητο ἐνῷ ἀπὸ μακρυὰ ἀκούγονταν ἁμυδρὰ θόρυβοι τοῦ συρμοῦ. Ἔντομα τῆς ἐξοχῆς κι αὐτὰ ἀνήσυχα, κρατοῦσαν ῥυθμό μὲ τοὺς σκοπούς τους. Μακρυά μου, κάθησε σὲ κάποιο πρόχειρο μέρος καὶ ἄναψε τσιγάρο. Ἡ φλόγα τῆς ἀρχῆς τῆς φώτισε τὸ πρόσωπο καὶ τὴν ξανάδα. Ναί, ἦταν αὐτή, δὲν λάθευα, αὐτὴν εἶχα συναντήσει ἐκεῖνο τὸ βράδυ. Ποιά ἦταν στ’ἀλήθεια; Τήν γνώριζα ναί, εἶχε περάσει πολὺς καιρὸς κι ἂν ἔστω δὲν τὴν γνώριζα, τὴν ἤξερα καλά. Πῆρα νὰ πλησιάζω. Κάποιες ὁδύνες ἀπὸ παλιὰ ἀνέμεναν καὶ πάλι τὴν μπαμπεσιά μου. Σκέφτηκα νὰ φύγω ἀπαιτώντας μ’αὐτὸν τὸν τρόπο συγχώρηση κι ἄρση τῆς κατάρας ἀλλὰ καιρισμένα ἀπωθημένα μὲ κράτησαν ἐκεῖ.

Τῆς φώναξα καὶ ἀνταπάντησης σήκωσε τοὺς ὤμους. Τὴν ἔφθασα, τὴν ἔφερα μπροστά μου, τὴν κύτταξα προσεκτικὰ στὸ πρόσωπο κι ἀμέσως σοβάρεψε – τώρα καταλαβαίνω γιατί. Τὸ μαλλί της καθὼς τὴν ταρακούνησα κυμάτισε κρύβοντας τὰ μάτια της καὶ τὴν προειδοποίησή της. Τὴν ὑπόδειξή της.

«Τί μᾶς πρέπει;»

Δὲν ἀπαντοῦσε. Εἶχε καταλαγιάσει ἡ ἔξαψή της. Μὲ ἀγκάλιασε σὰν σειρήνα κι ἔκρυψε τὸ πρόσωπό της στὸν λαιμό μου. Ἔνοιωσα ἕνα ἀναφυλλητὸ στὸ στῆθος της καὶ παρασύρθηκα κι ἐγὼ σὲ θολὲς εἰκόνες μέ ἀπορία. Τὰ δάκρυά της μπερδεύτηκαν μὲ τὸν ἱδρώτα μου κάνοντας βαρύτερη τὴν ἀνάσα μου ἐπιτείνοντας τήν ἀβεβαιότητα. Δὲν γινόταν νὰ συμφιλιωθῶ μὲ τὴν εἰκόνα. Ζυμωμένος γιὰ καιρὸ πολὺ σὲ ἀρνήσεις, ἀναβολές καὶ χλεύη δυσκολευόμουν νὰ πιστέψω ὅτι συνέβαινε ὅ,τι συνέβαινε.

«Τί εἶναι νὰ γίνῃ;»

Δὲν μ’ἄκουγε. Μουρμούριζε κάποιον σκοπὸ γνώριμο ἀπὸ παλιά, ἦταν χαμένη καὶ ἴσα ποὺ τὴν ἔνοιωθα ἀνεπαίσθητα νὰ κινῇται πάνω μου. Τὴν κύτταξα πάλι, αὐτὴ ἦταν, φαινόταν νὰ τὸ παλεύῃ μέσα της, σὰν ἕνα χατήρι, σὰν ἕνα τάμα, σὰν μιὰν ὑποχρέωση. Ἀνακαλώντας ὅλα τὰ πρίν, μὲ ἐπίγνωση τῶν τότε λαθῶν, τὸ ἀποφάσισε. Ἕνα ἀντίδωρο σὲ κάποιο πεῖσμα, σὲ ἕνα γινάτι, σὲ μιὰν ἐμμονή. Τὰ μάτια της ἐλάχιστα φανερώνονταν ἀλλὰ μὲ νεῦμα παραχώρησης δήλωναν νομή, ἐκχώρηση.

«Γιατί;»

Μὲ παλάμη περιέργως στεγνὴ χάιδεψε τὸ πρόσωπό μου. Ἄρχισε ἀπὸ τὸ μέτωπό μου, τελετουργικά, ἀργὰ καὶ πῆγε στὰ μάγουλα. Στὰ χείλη σὰν νὰ ἤλεγχε τὸ ὑλικό τους μὲ ὀρθάνοιχτα μάτια καὶ προσηλωμένο βλέμμα σὲ κάθε κίνηση. Στοργικά, σχεδὸν μητρικὰ στὰ ὑγρὰ βλέφαρα διατηροῦσε τὶς ἀπορίες μου. Ἀποζητοῦσε, περίμενε νὰ συνειδητοποιήσω, νὰ καταλάβω μόνος μου τὸ γιατί καὶ συνέχιζε, προειδοποιώντας με. Ἦταν τόσο ξεκάθαρη σὲ ὅλο τὸ προηγούμενο παλιὸ πρίν μας, τί περισσότερο θἄπρεπε νά εἶχα δεῖ; Κι ὅταν βεβαιώθηκε ὅτι ἤμουν ἀδιόρθωτα παιδί, πὼς δὲν γινόταν νὰ ἀλλάξω καὶ νὰ ἀλλάξῃ κάτι μοῦ ἔκλεισε τὰ μάτια. Κι ἀφέθηκε σχεδὸν θυόμενη.

Ἔσκυψα καὶ μπέρδεψα τὴν γλώσσα μου μὲ τὴν δική της. Ἤπια τὸ σάλιο της, καὶ ἀνακάτωνα τὰ δάκρυά μου μὲ τὰ δικά της. Σιλωαμικὰ καθάριζα ὅλες τὶς τόσο καιρὸ παλινωδίες καὶ προσπαθοῦσα νὰ συνειδητοποιήσω τὸ τώρα. Ἀνακαλώντας τὰ πρῶτα τῆς ἄνοιξα τὸ πουκάμισο, χαλάρωσα τὴν φούστα καὶ τὴν περιεργάστηκα ἀπὸ πάνω ὣς κάτω. Ἀπὸ τὸ πυρετικὸ κι ἀνέκφραστο πρόσωπο μέχρι χαμηλά. Κι ἐκεῖ, παρότι σκοτεινά, φαινόταν – τόσο παραληρηματικὴ ἦταν ἡ ἀφή. Φαινόταν καθαρά, ἦταν μὲ χωρὶς ἀφαλό. Χωρὶς ἀφαλό.

Ἦταν ἡ Εὔα, ναί. Κι ὅμως δὲν πῆγε καθόλου τὸ μυαλό μου, ἔπρεπε τότε νὰ τὴν εἶχα καταλάβει, τότε ἔπρεπε νὰ εἶχα καταλάβει. Τότε.



http://vangelakas.blogspot.com/2010/08/blog-post.html

Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010

Ῥέκβιεμ γιὰ ἕναν μπούλη

Σβηνόταν ὁ χρόνος καὶ ἐκφυλίζονταν τὰ ὅρια τοῦ παρόντος, τοῦ μέλλοντος, τοῦ παρελθόντος κι ὄχι μόνο λόγῳ τοῦ ἀλήτη ἥλιου ἢ τῆς μυρωδιᾶς τῆς θάλασσας. Μιὰ μέχρι ἐνόχλησης ἠσυχία, ἀπομόνωση· ὅ,τι χρειαζόμουν αὐτὴν τὴν περίοδο. Δὲν τὄξερα, ἡ ἕντεκα μοῦ τὄπε: Περίεργα μαγνητικὰ πεδία καὶ πλεονεξιάρικες αὗρες παραμόνευαν ἐκεῖ διότι, αἰῶνες πρίν, ἦταν ἄντρο πειρατῶν τὸ νησί. Συνέβαινε συχνά· πλοῦτος ἐν πλῷ σὲ ἀκύμαντη θάλασσα, βαρεμάρα, ἀνία, ῥουτίνα καὶ ξαφνικά! Μυρωδιὰ ἐκρηγνυόμενου μπαρουτιοῦ, φωνές, προσέγγιση, κρότοι, ῥεσάλτο καὶ ἁρπαγὴ τῆς λείας – χωρὶς πολλὲς ἐξήγησες· μὲ τὸ ληστευθὲν καράβι βυθιζόμενο νὰ ἐγκαταλείπεται στὰ τῆς θάλασσας βάθη ἡ ὁποία ἡρεμοῦσε πιά... Ἐλάχιστα πιὸ πέρα, τὸ ἀπομακρυνόμενο πειρατικὸ μὲ πορεία ἀντίθετη καὶ μὲ τὸν θησαυρὸ μαζύ, ἀναδεύοντας στὴν πρύμνη του τὸ νερό, ἔπλεκε ἀφρὸ καὶ μικρὰ οὐράνια τόξα τῆς ἐλπίδος τὸ σημάδι ἐμφανίζονταν παντοῦ.

Συνέβαινε…

Τόσες εἰκόνες μὲ κατέκλυαν ἐδῶ στὸ Δορκαδονήσι… Προσπαθοῦσα νὰ τὶς ἀποδιώξω· πλᾶνα ἡ ἐπιρροή τους… Ἀποθυμισμένα ξενύχτια μὲ εὐχάριστες ζάλες, σχεδὸν παραιτημένοι δισταγμοί, βλέμματα κρυφὰ μὲ ἀλλιώτικο περιεχόμενο ἐκεῖνες τὶς στιγμές. Δὲν μὲ πείραζε ποὺ ἀντιλαμβανόμουν τὴν διαφορά τους ἀπὸ τὶς προηγούμενες φορές… Καθόλου. Πόσο διαφορετικὰ ἦταν ἀπὸ τὰ τότε τώρα… Πόσο πιὸ ἐλκυστικά, ἐνδιαφέροντα, συναρπαστικὰ ἀκόμη καὶ προβοκατόρικα… Κι ὄχι μόνο… Ἐκδήλωσες, μαζικὲς δραστηριότητες κι ἐγὼ νὰ παρακολουθῶ, νὰ βλέπω ἐνεργητικότητα, κίνηση, φωτιά! Μέχρι ποὺ μὲ σταματοῦσα, σύνελθε μοῦ φώναζα, προτάσσοντας ὅμως κάτι συμβατικὲς δικαιολογίες βολεμένων… Ἦταν τόσο κοντὰ ἡ παράδοση…

Συνέβαινε…

Σβηνόταν ὁ χρόνος καὶ οἱ θύμησες ποὺ μὲ κρατοῦσαν δέσμιο. Προσπαθοῦσα ὡστόσο, ὅπως ἔστω προσπαθεῖ ὁ γιατρὸς ἐνώπιον τῆς ἐδῶ καὶ ὥρα λεπτῆς ἴσιας γραμμῆς, προσπαθοῦσα. Ἀνακαλοῦσα ἀλλαχοῦ εἰκόνες, προσπαθοῦσα νὰ ἀνακαλέσω εὐχάριστες εἰκόνες ἀπὸ κατάστασες ποὺ μὲ εἶχε ἐγκλωβίσει ἡ ἀδυναμία, ἡ συνήθεια καὶ ὁ οἶκτος μου… Δὲν εὕρισκα τίποτε, καμιὰν δικαιολογία, τὸ παραμικρὸ ἄλλοθι, τίποτε τὸ ἀκυρωτικό. Ἦταν τόσο κοντὰ ἡ ἀναχώρηση…

Συνέβαινε…

Μόλις 50 μίλια μακρυά… Μακρυὰ ἀπὸ τὰ καθημερινά, ἀπομονωμένοι ἀλλὰ τόσο κοντά. Οἱ στιγμὲς ἦταν τέτοιες ποὺ καὶ τὸ τερπνὸ ἤθελα νὰ τὸ κρατήσω σὲ ἀπόσταση, γιὰ λίγο σὲ ἀπόσταση, ἀλλὰ δὲν γινόταν. Τὸ τρίτο ἀπόγευμα ἤμουν στὸ μπαλκόνι κι ἔβλεπα τὸν ἀτέλειωτο μπλὲ ὁρίζοντα νὰ δίνῃ χῶρο γιὰ τὶς καταληκτικὲς σκέψεις μου. Μόνος, παρέα μὲ παράστασες ποὺ χάνονταν, μὲ τὸν δύοντα ἥλιο καὶ τὶς ὁριστικὲς ἀπόφασες νὰ φθάνουν μαζὺ μὲ τὰ προσεγγίζοντα κύματα, πρὶν ἀπὸ τὰ βραχάκια τῆς ἐπιλογῆς. Μαζὺ μὲ αὐτὰ τὴν εἶδα στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου. Διστακτικὸ βῆμα μὲ πολλὲς στάσες ἀλλὰ ἀποφασισμένο βλέμμα. Μοῦ χαμογέλασε. Ἤξερε. Μοῦ τὸ ὑπέδειξε. Καί…

…Συνέβη.

http://vangelakas.blogspot.com/2010/07/blog-post_20.html

Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010

"Μια Υπέροχη Ζωή"...για πάντα! ;-)

να πολύ περίεργο καλοκαίρι ταν τό το 2005, Αγουστός του μάλιστα. Εχα μόλις βγ πό τήν ντατική που εχα ράξει λόγ μις φροντίδος σέ να κατάδικό μου μηνιγγίωμα. Εχα δη ποδιασωληνωθ, ο γιατροί λέγαν πώς λα καλά, τν συγγενν τό βλέμμα δέν κρυβε κάτι παρά τατα νοιωθα να κενό· μο κανε λίγο δύσκολο νά συνηθίσω τι μέ εχαν κρωτηριάσει, κάπως τσι βλεπα τήν πέμβαση στό κατάδικό μου μηνιγγίωμα.

Ατό λέγαν τι φταιγε γιά κάποιες δυστροπιές μου. Σπασμοί μέσα στό κατακαλόκαιρο, γενες πονοκέφαλοι, κφυλισμός τς ρασης, δυναμίες στά κρα κυρίως μως ποπροσανατολισμός μνήμης καί κατορθωσιές στόν λόγο. Δυσκολευόμουν νά κφράσω ,τι σκεπτόμουν.

Τώρα; Πόθεν θά πιστράτευα τά λλοθι καί τίς δικαιολογίες γιά τίς μή μπορεσιές πικοινωνίας μέ τούς λλους; Μέ νόμιζαν πλς νευρωτικό, ταν φιλικς μέ ωτοσαν τί κάνω, παντοσα καταλεπτς τί κάνω, τί κανα, τί θά κάνω.

Γύρισα σπίτι κι πελάμβανα μιά βαρβάτη δεια σχεδόν κλινήρης. ντί νθέων κι πισκέψεων στό νοσοκομεο, γραμματεύς μου εχε ζητήσει πό τυχόν νδιαφερομένους, οκοι βίζιτες καί πεσκέσια ειθαλ.

Τήν τρίτη μέρα λθε ********. Δέν κρατοσε τίποτε στά χέρια της λλά περιέργως δέν μέ πείραξε· προφανς τό παραδόπιστό γώ μου εχε κάποια κολλεγιά μέ τό μηνιγγίωμά μου. Μετά πό τά τυπικά καί τίς καθησυχασιές πού κπορεύονται πάντα πό τούς ξωθεν το χορο, τς τό ζήτησα. Τς τό πενθύμισα καλλίτερα. φυγε ποσχόμενη λλά δέν τήν ξανάδα. Οτε καί τό ντικείμενο τς πόσχεσής της.

ταν καιρός πολύς (ρκετά πρίν πό τήν διαπίστωση το μηνιγγιώματος) πού ταλαιπωριόμουν πό κάτι βόλτες, συναντήσεις ο ποες χρα λάμβαναν ν χορδας καί ργάνοις. Τό επερτόριο ξουθενωτικά πεισιθανάτιο, δέν τολμοσα μως νά νισταθ, μουν μειονότης καί παρασάγγευα κλάσης. Παρόλα ατά μως μέσα σέ τόσα πολλά ψυχοφθόρα κομμάτια μπόρεσα καί ξεχώρισα να. Μόλις μόνο να νάμεσα σέ πλθος λλων τά ποα μάλιστα σαν το διου δημιουργο, τς διας ρμηνεύτριας. Τά μέν μέ φηναν χι πλς διάφορο λλά μο προκαλοσαν τέτοια δυσαρέσκεια στε τό ξοδος γιά διασκέδαση γινόταν ξοδος γιά συν-σκέδαση. Μιά χαραμάδα ντοχς κι νοχς προσέφερε ναμονή γιά κενο τό τραγουδάκι. Δέν τούς τό λεγα, δέν τό μαρτυροσα, οτε πού τό ζητοσα. Ντρεπόμουν. Χωρίς γιουτομπ τότε καί μέ p2p πλατφόρμες μέ συρμικά τραγούδια δέν μποροσα νά τό ερω. Κι παφιέμην στήν παρέα.

Μέχρι πού τς τό ζήτησα καί μο χαμογέλασε καταφατικά. Εχα ντραπ πολύ λλά τς τό ζήτησα, εχα ντραπ καί μετά· πάντα σκάλωνα στό νά μαρτυρ τί κεφάρω μουσικς, τί περίεργο, τί λλόκοτο, τί μηνιγγιδες!

καταφατική της πάντηση μως δέν εχε καί κάποιον χρονικό προσδιορισμό. Περίμενα λοιπόν, περίμενα κι ργοσε… Τά δεδομένα πάντως λλαξαν κάπως καί παψα νά. Βέβαια, δέν μο ταν καθημερινός καϋμός τό κομμάτι ατό λλά εχε μείνει να μικρούλι πωθημένο τό ποο φυσικά μέ τόν καιρό κφυλιζόταν.

σπου κάποια στιγμή, κάπως κάπου τό πέτυχα καί τό σκληροδισκομβίωσα. Τό νοιωθα πολύ δικό μου (τό κουγα μόνος μου ννοεται) ο στίχοι μέ καθήλωναν διότι θύμιζαν κάτι ντελς οκεο, γνωστό καί ς πομε νεξίτηλο. Ο στίχοι, ναί, κυρίως ατοί, μουσική λίγο φθινοπωρινή, ρμηνεία μπορε καί κουσίως σέ δεύτερο πλάνο. Ο στίχοι μως… Ερμός συγκροτημένος πό ατόνομα ψηφιδωτά, να τέλειο μωσαϊκό παράπονου. Τό νόμιζα δικό μου…





http://vangelakas.blogspot.com/2010/07/blog-post_7185.html