Ἕνα πολύ περίεργο καλοκαίρι ἦταν τό τοῦ 2005, ὁ Αὔγουστός του μάλιστα. Εἶχα μόλις βγῇ ἀπό τήν ἐντατική ὅπου εἶχα ἀράξει λόγῳ μιᾶς φροντίδος σέ ἕνα κατάδικό μου μηνιγγίωμα. Εἶχα ἤδη ἀποδιασωληνωθῇ, οἱ γιατροί λέγαν πώς ὅλα καλά, τῶν συγγενῶν τό βλέμμα δέν ἔκρυβε κάτι παρά ταῦτα ἔνοιωθα ἕνα κενό· μοῦ ἔκανε λίγο δύσκολο νά συνηθίσω ὅτι μέ εἶχαν ἀκρωτηριάσει, κάπως ἔτσι ἔβλεπα τήν ἐπέμβαση στό κατάδικό μου μηνιγγίωμα.
Αὐτό λέγαν ὅτι ἔφταιγε γιά κάποιες δυστροπιές μου. Σπασμοί μέσα στό κατακαλόκαιρο, ἀγενεῖς πονοκέφαλοι, ἐκφυλισμός τῆς ὅρασης, ἀδυναμίες στά ἄκρα κυρίως ὅμως ἀποπροσανατολισμός μνήμης καί ἀκατορθωσιές στόν λόγο. Δυσκολευόμουν νά ἐκφράσω ὅ,τι σκεπτόμουν.
Τώρα; Πόθεν θά ἐπιστράτευα τά ἄλλοθι καί τίς δικαιολογίες γιά τίς μή μπορεσιές ἐπικοινωνίας μέ τούς ἄλλους; Μέ νόμιζαν ἁπλῶς νευρωτικό, ὅταν φιλικῶς μέ ῥωτοῦσαν τί κάνω, ἀπαντοῦσα καταλεπτῶς τί κάνω, τί ἔκανα, τί θά κάνω.
Γύρισα σπίτι κι ἀπελάμβανα μιά βαρβάτη ἄδεια σχεδόν κλινήρης. Ἀντί ἀνθέων κι ἐπισκέψεων στό νοσοκομεῖο, ἡ γραμματεύς μου εἶχε ζητήσει ἀπό τυχόν ἐνδιαφερομένους, οἴκοι βίζιτες καί πεσκέσια ἀειθαλῆ.
Τήν τρίτη ἡμέρα ἦλθε ἡ ********. Δέν κρατοῦσε τίποτε στά χέρια της ἀλλά περιέργως δέν μέ πείραξε· προφανῶς τό παραδόπιστό ἐγώ μου εἶχε κάποια κολλεγιά μέ τό μηνιγγίωμά μου. Μετά ἀπό τά τυπικά καί τίς καθησυχασιές πού ἐκπορεύονται πάντα ἀπό τούς ἔξωθεν τοῦ χοροῦ, τῆς τό ζήτησα. Τῆς τό ὑπενθύμισα καλλίτερα. Ἔφυγε ὑποσχόμενη ἀλλά δέν τήν ξανάδα. Οὔτε καί τό ἀντικείμενο τῆς ὑπόσχεσής της.
Ἦταν καιρός πολύς (ἀρκετά πρίν ἀπό τήν διαπίστωση τοῦ μηνιγγιώματος) πού ταλαιπωριόμουν ἀπό κάτι βόλτες, συναντήσεις οἱ ὁποῖες χῶρα λάμβαναν ἐν χορδαῖς καί ὀργάνοις. Τό ῥεπερτόριο ἐξουθενωτικά πεισιθανάτιο, δέν τολμοῦσα ὅμως νά ἐνισταθῶ, ἤμουν μειονότης καί παρασάγγευα κλάσης. Παρόλα αὐτά ὅμως μέσα σέ τόσα πολλά ψυχοφθόρα κομμάτια μπόρεσα καί ξεχώρισα ἕνα. Μόλις μόνο ἕνα ἀνάμεσα σέ πλῆθος ἄλλων τά ὁποῖα μάλιστα ἦσαν τοῦ ἴδιου δημιουργοῦ, τῆς ἴδιας ἑρμηνεύτριας. Τά μέν μέ ἄφηναν ὄχι ἁπλῶς ἀδιάφορο ἀλλά μοῦ προκαλοῦσαν τέτοια δυσαρέσκεια ὥστε τό ἔξοδος γιά διασκέδαση γινόταν ἔξοδος γιά συν-σκέδαση. Μιά χαραμάδα ἀντοχῆς κι ἄνοχῆς προσέφερε ἡ ἀναμονή γιά ἐκεῖνο τό τραγουδάκι. Δέν τούς τό ἔλεγα, δέν τό μαρτυροῦσα, οὔτε πού τό ζητοῦσα. Ντρεπόμουν. Χωρίς γιουτοῦμπ τότε καί μέ p2p πλατφόρμες μέ συρμικά τραγούδια δέν μποροῦσα νά τό εὕρω. Κι ἐπαφιέμην στήν παρέα.
Μέχρι πού τῆς τό ζήτησα καί μοῦ χαμογέλασε καταφατικά. Εἶχα ντραπῇ πολύ ἀλλά τῆς τό ζήτησα, εἶχα ντραπῇ καί μετά· πάντα σκάλωνα στό νά μαρτυρῶ τί κεφάρω μουσικῶς, τί περίεργο, τί ἀλλόκοτο, τί μηνιγγιῶδες!
Ἡ καταφατική της ἀπάντηση ὅμως δέν εἶχε καί κάποιον χρονικό προσδιορισμό. Περίμενα λοιπόν, περίμενα κι ἀργοῦσε… Τά δεδομένα πάντως ἄλλαξαν κάπως καί ἔπαψα νά. Βέβαια, δέν μοῦ ἦταν καθημερινός καϋμός τό κομμάτι αὐτό ἀλλά εἶχε μείνει ἕνα μικρούλι ἀπωθημένο τό ὁποῖο φυσικά μέ τόν καιρό ἐκφυλιζόταν.
Ὥσπου κάποια στιγμή, κάπως κάπου τό πέτυχα καί τό σκληροδισκομβίωσα. Τό ἔνοιωθα πολύ δικό μου (τό ἄκουγα μόνος μου ἐννοεῖται) οἱ στίχοι μέ καθήλωναν διότι θύμιζαν κάτι ἐντελῶς οἰκεῖο, γνωστό καί ἄς ποῦμε ἀνεξίτηλο. Οἱ στίχοι, ναί, κυρίως αὐτοί, ἡ μουσική λίγο φθινοπωρινή, ἡ ἑρμηνεία μπορεῖ καί ἐκουσίως σέ δεύτερο πλάνο. Οἱ στίχοι ὅμως… Εἰρμός συγκροτημένος ἀπό αὐτόνομα ψηφιδωτά, ἕνα τέλειο μωσαϊκό παράπονου. Τό νόμιζα δικό μου…
http://vangelakas.blogspot.com/2010/07/blog-post_7185.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου